Selected tags

Further tags

Είναι αυτή η κρουστίτσα (ίου) που σχηματίζεται από αίμα και πλάσμα πάνω σε μια πληγή κατά και μετά την επούλωσή της. Η ετυμολογία της μάλλον προέρχεται από το «καπάκι», αφού «καπακώνει» τις πληγές. Πιο σωστά στη βιολογία το λέμε «ινώδες». Παρότι με μια πρώτη ματιά το θεωρούμε αποκρουστικό και θέλουμε να το βγάλουμε από πάνω μας, δεν πρέπει! Επίσης όταν κάποιος χτυπήσει, περιμένει να βγάλει ένα ξερό, σκληρό κάπαλο για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το μέρος που χτύπησε.

  1. - Κοίτα μια γκόμενα! Ουάου!
    - ΑΑΑΑΑ! Κοίτα το πόδι της! Έχει ένα πρασινωπό κάπαλο! ΜΠΛΙΑΧ!

  2. - Έκοψα το δάχτυλό μου και δε μπορώ να παίξω κιθάρα ρε πστ!
    - Περίμενε να βγάλεις κάπαλο και μετά από κανά δυο μέρες θα παίξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια μέθοδος (και καλά) καθησυχασμού ενός ατόμου το οποίο (και καλά ασθενεί) αλλα στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το ανησυχητικό ούτε το αξιοσυζήτητο. Συνήθως το ατομάκι αυτό έχει τίποτα εξανθήματα απο μια αλλεργία, μια μικροπληγή και γενικά κάτι ασήμαντο, παρ' όλα αυτά μας το αναφέρει. Τότε εμείς οι επίδοξοι καθησυχαστές επεμβαίνουμε και λέμε με έκπληξη για ένα τάχα γνωστό μας, φίλο-φίλη, που είχε πάθει κάτι παρόμοιο και πέθανε.

- Πω πω, έχω βγάλει μια παρανυχίδα άστα να πάνε.
- Για να την δω. Αμάν, και μια φίλη μου είχε μια τέτοια και πέθανε.
- Φάε την γλώσσα σου ρε!
- Σιγά ρε χαζούλα, πως κάνεις τουλάχιστον ξέρεις από τι θα πας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τον υπερβολικά τσιγκούνη άνθρωπο, τον σφιχτοχέρη, με τις τσέπες τίγκα στα καβούρια.

- Ρε συ, πώς θα τη βγάλω το ΣΚ; Ξέμεινα πάλι από φράγκα και το μωρό περιμένει έξοδο...
- Γιατί δε ζητάς κανά δανεικό απ' το Μανώλη, χτες πληρώθηκε... του τα δίνεις μες τη βδομάδα...
- Πλάκα κάνεις μεγάλε, απ' το σπαγγόραμα;;; Αυτός πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρυσή αποκαλούνταν παλιά από τον κόσμο και τους πρακτικούς γιατρούς ο ίκτερος, μια ασθένεια του ήπατος. Το όνομα αυτό δόθηκε εξαιτίας του χρώματος που είχε ο ασθενής όταν νοσούσε από την ασθένεια.

Τι έπαθε ο Νικολάκης;
Άσε, έβγαλε τη χρυσή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση με το πασίγνωστο λαϊκάντζικο, τουρκαλάδικης προελεύσεως ντέρτι - dert, που σημαίνει το βάσανο, τον καημό, το μαράζι, το μεράκι και άλλα γλοιώδη που παραπέμπουν σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.

Ντέρτι (dirty = βρόμικο, βρωμιά) είναι αγγλικός όρος της διεθνούς των ναρκωτικών. Είναι η δηλητηρίαση του αίματος, η πλέον συνηθισμένη αρρώστια από την ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης, η πλέον κλασική νίλα που μπορεί να φάει κανείς από ένα βάρεμα / σουτάρισμα πρέζας.

Ο ενεσάκιας / δοσάκιας παθαίνει ντέρτι, όταν ξένα σώματα / προσμείξεις / βρομιές / μικρόβια / μύκητες παρεισφρήσουν στο ενέσιμο διάλυμα κατά το μαγείρεμα και ακολούθως περάσουν στο αίμα. Το ντέρτι είναι βέβαια όρος-ομπρέλα: ντέρτι από ντέρτι διαφέρει.

Δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις από που προήλθε η βρομιά. Το πιο συνηθισμένο είναι να βρίσκεται ήδη στη σκόνη που ψώνισες. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, κυκλοφορεί η πλέον νοθευμένη ηρωίνη όλης της Ευρώπης (μόνο 20% κατά μ.ο. καθαρή ουσία). Ουσίες νοθείας («κοψίματος») μπορεί να είναι οτιδήποτε, από ζάχαρη και ντεπόν μέχρι κιμωλία, μαρμαρόσκονη και έτερα οικοδομικά υλικά... Βρόμικο μπορεί να είναι και το κουταλάκι επί του οποίου έλαβε χώρα το μαγείρεμα. Βρόμικο μπορεί να είναι το χρησιμοποιημένο σέο (σύριγγα-φυσούνα-γκαν) με το οποίο έγινε η ένεση. Ξένα σώματα μπορεί να είχε ακόμη και το αγνό όξινο λεμονάκι που χρησιμοποίησες ως διαλύτη.

Τα συμπτώματα του ντέρτι είναι παρόμοια με αυτά μιας γερής ίωσης: ρίγη, ζαλάδες, πυρετά, πόνοι στα κόκαλα, τάση για εμετό κλπ. Καλό είναι μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, να πλακώσεις κανά δυό ασπιρινιές, μπας και το καταστείλεις. Αλλιώς, πάμε στα πιο χοντρά, π.χ. κάποιο φαρμάκι για τα σπασμωδικά σοκ... Το ντέρτι κρατά συνήθως αρκετές ωρίτσες, όπου πονάς ολόκληρος, ιδρώνεις και ξεϊδρώνεις, σπαρταράς σαν το ψάρι έξω απ' το νερό. Οι πρεζάκηδες παραμυθιάζονται πως σου περνάει αν ξαναπιείς στο καπάκι απ' τη βρώμικη πρέζα... Κλασικός αστικός μύθος που παίζει πολύ και για τα ξίδια.

Ως ελάχιστο μέτρο προφύλαξης από το ντέρτι, οι πρεζάκηδες ρίχνουν στο κουτάλι, αφού η σκόνη βραστεί και βρίσκεται σε υγρή μορφή, ένα κομμάτι μπαμπάκι ή ένα φίλτρο από τσιγάρο (συνήθως τα μικρούλια φιλτράκια για στριφτά). Εκεί καρφώνουν τη βελόνα και μέσω αυτού κάνουν την αναρρόφηση προς τη σύριγγα.

  1. Το απλό ντέρτι σίγουρα δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να πάθει κανείς από ενδοφλέβια χρήση πρέζας. Από χρησιμοποιημένες και μη αποστειρωμένες σύριγγες κονομάς πολύ χειρότερα πράγματα: έιτζ, ηπατίτιδες, ενδοκαρδίτιδες, τέτανους.

  2. κανονίζει να προμηθεύεται τακτικά σωστά κομμένη πρέζα ώστε να μην αρωσταίνει αλλά και να μην παθαίνει ντέρτι. (Από εδώ)

  3. Συχνά οι χρήστες παθαίνουν το λεγόμενο «ντέρτι» (dirty - βρώμικο), όταν ξένα σώματα ή προσμείξεις παρεισφρύσουν στο ενέσιμο διάλυμα, με σημαντικούς κινδύνους για τη ζωή τους. (Από εδώ)

πρέζα (από johnblack, 07/08/09)Dirty: ρίγη, ζαλάδες, πυρετά, πόνοι στις δαγκάνες, ταση για εμετό κλπ.  (από Vrastaman, 07/08/09)Κίμωλος: Η "κιμωλία γη" χρησιμοποιείται για το κόψιμο της ηρωΐνης.  (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεραστίων διαστάσεων καυλόσπυρο, που έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια του απλού καρούμπαλου και οδεύει ολαταχώς προς κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο...

Το βυζί αυτό όμως, δεν ορίζεται μόνον ποσοτικά (δλδ εκ του μεγέθους του) αλλά και ποιοτικά/μορφολογικά: φανταστείτε καταρχήν ένα τεράστιο κόκκινο καυλόσπυρο, που έχει μαζέψει μπόλικο πύον στο κέντρο του, μια θαυμάσια και συμμετρική κιτρινωπή κηλίδα. Στην κορυφή τώρα αυτής της πυώδους κηλίδας, στέκεται περήφανο ένα μικρό κακκαδάκι, η αποξηραμένη «μυτούλα» του καυλόσπυρου.

Οι ομοιότητες με το κανονικό βυζί βγάζουν μάτι: το κακκάδι/μυτούλα είναι η ρώγα, η πυώδης κηλίδα είναι η φωτεινή άλως γύρω απ' τη ρώγα, και ασφαλώς το κύριο σώμα του καυλόσπυρου αντιστοιχεί στο καθαυτό κρεμαστάρι. Δε θέλετε να επεκταθώ τώρα στο τι ακριβώς θα γίνει αν ζουπήξεις το πυώδες καυλόσπυρο και γεμίσει ο κόσμος γάλατα...

- Μαλάκα τι κέρατο είν' αυτό που πέταξες πάλι στο κούτελο; Σα ρινόκερος έχεις γίνει...
- Ναι ρε φίλε, πίκρα, ακυκλοφόρητος έγινα.. Πάντως έχω βελτιωθεί κάπως με τις αλοιφές, παλιά ήμουν τελείως τσιμπούκι.
- Θυμάμαι κάτι βυζιά που έβγαζες, σωστές τορπίλες. Τα 'σπαγες και σοβάτιζες τοίχο. Άνετα.

Και μετά από αυτό το παρόν λήμμα εξαφανίζεται ως δια μαγείας, για να μην το ξαναδώ ποτέ. (από Galadriel, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).

Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:

σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.

φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.

αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.

σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).

μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.

Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.

Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.

Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;

Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;

Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Αλτσχάιμερ στην ιδιόλεκτο των ειδικών - των ίδιων των πασχόντων...

- Φχαριστώ παιδί μου, ξέχασα και πώς σε λένε, μη με παραξηγείς...
- Μανώλης...
- Ναι, γιε μου, έχω και λιγάκι Αϊζενάουερ, μου το 'πε ο γιατρός, και δε θυμούμαι, ναι, ναι...

dr Alzheimer (από xalikoutis, 15/04/09)General Eisenhower (από xalikoutis, 15/04/09)

βλ. και Έμενταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified