Selected tags

Further tags

Χρονική περίοδος ακαθόριστης διάρκειας που τη χρησιμοποιούμε όταν εξιστορούμε τις εμπειρίες ή φάσεις της ζωής μας. Και καλά δηλαδή, το κάναμε κι αυτό, το ζήσαμε και το άλλο, το γευτήκαμε και το δείνα, όλα σε ανέμελους, χαλαρούς, και κουλ ρυθμούς, γιατί είμαστε λαρτζ τύποι και δεν μας πειράζει να μείνουμε ξέμπαρκοι (κάνα φεγγάρι) στο Νησί του Ροβινσώνα, χωρίς να παίζει ρόλο για πόσο ακριβώς.

Παίζει πολύ όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις και εργασιακή εμπειρία.

  1. Πριν τα φτιάξω με την Κρίστυ, τα είχα με τη Λάουρα για ένα φεγγάρι.

  2. Πέρασα κι εγώ ένα φεγγάρι από την 33 ΤΑΞΥΠ.

  3. Σωστό νεκροταφείο αθλητών ο Θρύλος προ του Μπάγεβιτς! Μέχρι και ο Ρασίντ Γεκινί είχε παίξει στο Θρύλο για ένα φεγγάρι, αλλά σωστή μπάλα δεν είδαμε.

Βλ. και τέρμινο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρανή απόδειξη ότι δύο καταφάσεις μπορούν τελικά να κάνουν μία άρνηση.

Χρησιμοποιείται ειρωνικά για δείξει ότι μια κατάσταση δεν πρόκειται να εκπληρωθεί ακόμα και όταν έρθει η 30ή ημέρα του Φλεβάρη και μπορεί να συναντηθεί και ως: «Ναι καλά θα 'θελες», για μία κατάσταση όπου ο συνομιλητής λέει κάτι ανέφικτο.

  1. - Ρε μαλέα πάνε φέρε μου ένα νεράκι.
    - Ναι καλά... Για χαμάλη ψάχνεις; Πάνε βάλε μόνος σου

  2. - Η μπανάθα θα πάρει και του χρόνου το πρωτάθλημα...
    - Ναι καλά, θα 'θελες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.

Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).

Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος

Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.

(Μωχάμετ Ρεζά Παχλεβί - Σάκης του Ιράν 1941/1979): Παχλεβίπαχλος...  (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει ότι κάτι δεν θα γίνει, ουσιαστικά, ποτέ. Λέγεται όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε ενοχλητικούς (βέβαια, αν έχουν άι κιου ραδικιού, ακόμα θα ψάχνουν ποιος είναι αυτός ο μήνας και θα νομίζουν ότι αγόρασαν ελαττωματικό ημερολόγιο).

Συνώνυμο: του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

- Πότε θα βγούμε ρε Μαράκι; Όλο ναι και ναι μου λες, αλλά όποτε σε παίρνω μου βρίσκεις δικαιολογίες.
- Θα βγούμε, σου λέω, μην ανησυχείς...
- Ε, πότε;
- Τον μήνα που δεν έχει Σάββατο. Χέσε μας τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλική προσβλητική χειρονομία, όπου το χέρι υψώνεται με την παλάμη προς τα έξω, ο βραχίονας κάμπτεται προς τα πίσω και ξαναεκτοξεύεται απότομα μπροστά ούτως ώστε το χέρι να είναι τεντωμένο, και η ορθάνοιχτη παλάμη δείχνει προς το πρόσωπο του θύματος. (Για άλλα είδη μούντζας, δες εδώ.) Παράγωγο ρήμα: μουντζώνω.

Δηλώνει απαξίωση ή περιφρόνηση (οπότε αποτελεί βρισίδι και προσβόλα, βλ. παράδειγμα 5) ή κοροϊδία (συνήθως φιλικά, βλ. παρ. 6). Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να σημαίνει και κακοτυχία, γκαντεμιά (βλ. παρ. 2) ή απλώς αποτυχία (βλ. παρ. 3). Αυτά όταν την τρως. Όταν τη ρίχνεις, μπορεί να σημαίνει και παραίτηση (βλ. παρ. 4). Η χειρονομία συχνά συνοδεύεται από τις φράσεις:

• Να!
• Στα μούτρα σου!
• Στα μάτια σου!
Όρσε!
• Πάρ' τα (μη στα χρωστάω)!
• Πάρε πέντε!
• Πάρε δέκα! (σημ.: για μούντζα ντούμπλεξ, να κάνει παφ! - βλ. μήδι 2)

Συνώνυμα: φάσκελο/φασκελώνω, παράσημο ή βραβείο της ανοικτής παλάμης.

Ετυμολογία: Κατά Ανδριώτη, Φυτράκη και Μπαμπινιώτη η μούντζα προέρχεται από το μσν. μούτζα > μούζα (= μαυρίλα), ίσως από το *μούντα > *μούντη > μσν. επίθ. μουντός. Κατά Γιαννουλέλλη και Μωυσιάδη, προέρχεται από το περσ. muzh (πάλι μουντός).

Προέλευση: Στο Βυζάντιο, η διαπόμπευση (βλ. μήδι 3) ήταν μια συνήθης συμπληρωματική τιμωρία, που συνόδευε τη φυλάκιση, τον ακρωτηριασμό ή τη θανάτωση. Ήταν «η περιαγωγή του καταδίκου και η παράδοσή του στη χλεύη, στους ονειδισμούς αλλά και στις βάναυσες επιθέσεις του όχλου». Η διαπόμπευση υπήρχε, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, από την αρχαιότητα, και στην Ανατολή και στην Ελλάδα και στη Ρώμη, αλλά οι Βυζαντινοί την ανήγαγαν σε τέχνη: πρώτον, συνέβαινε για ψύλλου πήδημα (όχι μόνο για εσχάτη προδοσία, αλλά και για μικροκλοπές και όλα τα ενδιάμεσα). Και δεύτερον, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού βίου. Ήταν συχνότατο φαινόμενο, πολλές φορές λάμβανε χώρα στον Ιππόδρομο και ο λαός έβγαζε έτσι τ’ απωθημένα του κι εκτονωνόταν. Μεγάλη υπόθεση, σε μια περίοδο που δεν το 'χαν σε τίποτα να βγάλουν τα δικράνια και τους μπαλτάδες κι όποιον πάρει ο Χάρος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε πολιτικό όπλο για τους άρχοντες (κοσμικούς και εκκλησιαστικούς), που πάντα καταδίκαζαν σε διαπόμπευση τον στασιαστή που απέτυχε, τον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που μόλις εκθρόνισαν για να πάρουν τη θέση του, τον παπά ή τον ευγενή που τους έκανε κριτική. Εφόσον ο λαός συμμετείχε με χαρά στην τιμωρία και το διασυρμό του πολιτικού αντιπάλου, δε σκότωναν μόνο τον ίδιο, σκότωναν και το κύρος του και ό,τι αυτός πρέσβευε.

Η διαδικασία της διαπόμπευσης ήταν η εξής: Πρώτα έγδυναν τον κατάδικο, τον μαστίγωναν , τον κούρευαν και τον ξύριζαν. Τον έβαζαν καβάλα σε κάποιο όχι ιδιαίτερα ευγενές ζώο (συνήθως γάιδαρο) ανάποδα και συχνά τον υποχρέωναν να κρατάει την ουρά. Τον στεφάνωναν με σκόρδα και κρεμούσαν στο λαιμό του άντερα από το «χασαπειό» και κουδούνια. Και τον μουτζούρωναν, άλειφαν δηλαδή το πρόσωπό του με καπνιά. Αυτό το αναλάμβαναν άλλοτε οι δήμιοι στο στάδιο της προετοιμασίας, και άλλοτε ο όχλος στην πομπή: «μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν.» Από αυτή την κίνηση, μας έμεινε η μούντζα ως λέξη και ως χειρονομία. Όπως καθετί στην όλη διαδικασία, παραπέμπει στη χλεύη και στο ξεφτίλισμα.

Βέβαια, η διαπόμπευση δεν τέλειωνε εκεί, ούτε περιοριζόταν στο ψυχολογικό βασανιστήριο. Ο κατάδικος, και πριν και κατά τη διάρκεια, έτρωγε βρομόξυλο. Ο όχλος δεν τον πασάλειβε μόνο με καπνιά, αλλά του πέταγε και λάσπες, σάπια εντόσθια και ζαρζαβατικά, ούρα, κόπρανα, βραστό νερό, πέτρες και δε συμμαζεύεται. Και δεν κρατούσε απόσταση ασφαλείας: έσπαγε παΐδια, έβγαζε μάτια, ακρωτηρίαζε. Συχνά σκότωνε.

Η διαπόμπευση συνεχίστηκε επί Τουρκοκρατίας και ακόμα και στην ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (όπου συνήθη θύματα ήταν οι πόρνες και οι μοιχαλίδες - οι μοιχοί ποτέ!). Χώρια οι «αναβιώσεις», όπως η μέθοδος Μπαϊρακτάρη για τους κουτσαβάκηδες και ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού (βλ. μήδι 4). Και φυσικά εντυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση. Άλλα γλωσσικά κατάλοιπα του ευγενούς αυτού αθλήματος: αποσβολώνομαι (από την ασβόλη, την καπνιά δηλαδή), για το γάιδαρο καβάλα, (μ)πομπές («τις ξέρουμε τις μπομπές της!»), βγαίνω ασπροπρόσωπος (όχι μουτζουρωμένος), άντε να κουρεύεσαι, προπηλακίζω (ρίχνω λάσπες), θα σε συγυρίσω (περιφέρω στους δρόμους για διασυρμό), γίνομαι βούκινο (από τους σαλπιγκτές που προπορεύονταν της πομπής), του κρέμασαν κουδούνια.

Ειδικές χρήσεις της μούντζας στη νεοελληνική πραγματικότητα:

1. Στο τιμόνι.
Επειδή, ως γνωστόν, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας οδηγός είναι ευέξαπτος ανάθεμά τονε, και επειδή, ως γνωστόν, όλοι οι άλλοι οδηγοί στο δρόμο είναι σούργελα και μόνο αυτός ξέρει να οδηγεί, και επειδή όταν κατεβάζει καντήλια μέσα απ’ τ’ αμάξι παίζει να μην τον ακούνε απ’ έξω οπότε τζάμπα γκαρίζει, λογικό είναι να καταφεύγει στη χειρονομία. Τι πιο άμεσος τρόπος έκφρασης και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον μουντζώνοντα: οι μούντζες που φεύγουν προς πάσα κατεύθυνση στους ελληνικούς δρόμους είναι συντριπτικά περισσότερες απ’ όλες τις υπόλοιπες μαζί, σε όλη την επικράτεια και για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Βγήκε ο απέναντι απ’ το κόκκινο και σ’ έκοψε; Πάτησε ο μπροστά φρένο απότομα; Πήγε ο αριστερά να μπει στη λωρίδα σου χωρίς φλας; Σου πετάχτηκε η γιαγιά-νίντζα στο δρόμο, να τη φας και να την πληρώνεις για άνθρωπο; Έχεις μπροστά σου το μπάρμπα-Μπρίλιο καρφωμένο στην αριστερή λωρίδα με 35 χλμ/ώρα; Πήγαν να σου κάνουν προσπέραση από δεξιά; Σου φάγανε μπαμπέσικα τη θέση για παρκάρισμα; Μουντζώνεις!

Αλλά και: Έχουν περάσει ήδη 0,018 μsec από τότε που άναψε πράσινο κι ακόμα να ξεκινήσει ο μπροστινός; Τη βγήκες από στοπ στον ταλαίπωρο κι αυτός (ο ηλίθιος!) κορνάρει; Έχεις σε απόσταση βολής γυναίκα οδηγό; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι γυναίκα οδηγός, δηλαδή κότα). Έχεις σε απόσταση βολής ποδηλάτη; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι ποδηλάτης, δηλαδή αδερφή). Είσαι στην εθνική με 120 χλμ όριο ταχύτητας και ο βλαξ στην αριστερή λωρίδα πάει μόνο με 160, ενώ η δική σου η μηχανή μουγκρίζει και θέλει γκάζια; Περνάει πεζός από διάβαση; Περνάει πεζός από πεζοφάναρο; Πάτησες πεζό; Τράκαρες και φταις εσύ; Μουντζώνεις! Έτσι εκφράζεται ο άντρας ο σωστός ο πρόστυχος! (Κατηγορία που σαφώς περιλαμβάνει και γυναίκες βέβαια...) Βλ. παρ. 7, μήδι 5.

2. Προς απόντα. Ίσως οι πιο εμβληματικές μούντζες στην τέχνη της νεότερης Ελλάδας να είναι τα 4.836 (κατά προσέγγιση) φάσκελα που πέφτουν στο «Υπάρχει και φιλότιμο» (βλ. μήδι 6), και σχεδόν όλα φεύγουν στον αέρα, προς έναν απόντα, υποτίθεται, βουλευτή Μαυρογιαλούρο. Το καλό με τη μούντζα είναι ότι δε χρειάζεται να έχεις μπροστά σου το θύμα. Τη ρίχνεις στον αέρα (πλάγια, προς τα πίσω, «κάπου προς τα κει» και βασικά τυχαία) και ξεσπάς και ξεμπερδεύεις.

3. Προς αντικείμενο.
Μιας και μουντζώνουμε ό,τι μας εκνευρίζει, πολλά φάσκελα τρώνε και τα αντικείμενα, κυρίως μηχανήματα που χαλάνε, μαραφέτια που δε δουλεύουν, ξυπνητήρια που δουλεύουν (που να μην έσωναν) και υπολογιστές που κρασάρουν. Βλ. παρ. 8.

4. Προς θεσμό.
Πολλές μούντζες φεύγουν στον αέρα για να δηλώσουν περιφρόνηση προς κάποιο θεσμό (αλλά και οργανισμό, κόμμα, νομικό πρόσωπο, εκπαιδευτικό ή άλλο ίδρυμα κλπ). Για παράδειγμα, όταν τα πλήθη μουντζώνουν εν χορώ τη Βουλή των Ελλήνων (βλ. μήδι 7) ή την Αμερικανική Πρεσβεία ή τη ΔΟΥ της γειτονιάς τους, είναι σαφές ότι οι τα φάσκελα πάνε προς το θεσμό που συμβολίζουν τα εν λόγω κτίρια - ή ενδεχομένως τη διαφθορά που πάει πακέτο με δαύτονα - και όχι στα ντουβάρια per se.

5. Αυτοφασκέλωμα.
Η αυτοκριτική και ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλο πράμα. Όταν έχεις κάνει μαλακία και το παραδέχεσαι (βλ. παρ. 9), όταν έχεις τσαντιστεί με την πάρτη σου, όταν νιώθεις αφόρητα μαλάκας, ρίχνεις ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο στη μούρη σου. Και είσαι κύριος.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Στα ρουμάνικα, η μούντζα λέγεται tiflă και βγαίνει βέβαια από την τύφλα.

Υ.Γ. Να μη συγχέεται με τον μουτζαχεντίν, το μουτζό και τα παράγωγά του (αν και, κατά Πετρόπουλο, κι αυτό απ' τη μούντζα βγαίνει) και το facepalm (βλ. μήδι 8.)

Η μούντζα στο λόγο:

  1. - Και τότε, κυρία, ο Γιαννάκης με είπε στόκο και του 'ριξα κι εγώ μια μούντζα και μου 'κανε κωλοδάχτυλο και κάτι του είπα για τη μάνα του, ε, και πλακωθήκαμε.

  2. - Με μουντζώσανε σήμερα, ρε Βαγγέλη. Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...

  3. - Ρε συ, πώς γράφεται αυτός ο Χοφστάντερ-πώς-τον-είπες; Γιατί πάω να τον γκουγκλάρω και τρώω μούντζες απ' το ψαχτήρι.

  4. - Έφτασα μια ανάσα πριν το πτυχίο, και φρίκαρα. Ξυπνάω μια μέρα και λέω «δε θέλω, γαμώ την πουτάνα μου, να γίνω δικηγόρος, οι γονείς μου θέλουνε». Και τα μούντζωσα όλα, πήρα δάνειο κι άνοιξα μπαράκι. Δε βγάζω πολλά, αλλά δεν μπαίνω και μέσα, περνάω και καλά. Να κεράσω σφηνάκια;

Η μούντζα επί τω έργω:

  1. - Αρχίδι! Σκατόπουστα! Γαμώ το σπίτι σου μέσα, κερατά!
    - ΝΑ ρε μαλάκα! Άντε χάσου από μπροστά μου μη σε γαμήσω με αμμοχάλικο νυχτιάτικα!

  2. - Ωχ! Τα γυαλιά μου! Πού πήγαν τα γυαλιά μου; Έχασα τα γυαλιά μου!
    - Παρ' τα μη στα χρωστάω! Τα φοράς, ηλίθιε.

  3. - Όρσε, μαλάκα! Πώς βγαίνεις έτσι απ' το στοπ, κύριος; Θες να μας σκοτώσεις; Νύχτα το πήρες το δίπλωμα; ΝΑ! γαμώ την πανακόλα σου, πούστη άντρα, το μουνί που σε πέταγε...
    (συνεχίζει να βρίζει για κάνα πεντάλεπτο)

  4. - Λοιπόν, έχω ξαναπεράσει Windows, έχω ξαναεγκαταστήσει όλα τα προγράμματα, έχω βάλει διπλάσια μνήμη και καινούργια κάρτα οθόνης. Δεν μπορεί, θα το τρέξει τώρα το παιχνίδι.
    (δέκα δευτερόλεπτα αργότερα)
    - ΝΑ μωρή μαλακία, που θα μου πεις εμένα «an unexpected error occurred»!

  5. - Ρε συ, τι έχεις κάνει εδώ;
    - Τι;
    - Έχεις πατσάρει λάθος αρχείο, να, κοίτα, αυτό είναι για την προηγούμενη έκδοση. Και μετά απορείς που δεν τρέχει το παιχνίδι.
    - Ε, είμαι μαλάκας.
    (μουντζώνεται)

Ο Λένιν μουτζώνει την Τυφλίδα... (από HODJAS, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνήθης απάντηση όταν μας ρωτάνε τι κάνουμε, πως είμαστε.
  2. Έγινε ακόμα πιο διάσημη όταν ακούστηκε στην εκπομπή love bites και κυρίως στο ράδιο αρβύλα. Μια χαρά με τονισμένο το ''ρ''.
  3. Μια χαρά όμως απαντάει και ο φωτογράφος των σταρ με ίδιο ύφος (στο βιντεάκι).
  4. Μια χαρά αναρωτιέται αν θα ήμασταν αν δεν ήμασταν στην ευρωπαΪκή ένωση και ο Τάσος Γιαννίτσης (επίσης στο βιντεάκι).
  5. Γκρουπ στο facebook επίσης το ''μια χαρά''.
  6. Συνηθισμένη πλέον φράση όταν τα θέματα των εξετάσεων είναι μια χαρά.
  7. Συνοδεύεται και από το ''γεια χαρά''.

-Τι κάνεις;
- Μια χαρά...

(από amelie, 07/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση απαράδεκτη, προηγείται πάντοτε μαλακωδεστάτης επιχειρηματολογίας στα τηλεοπτικά πάνελ «πολυουρεθάνης» (από το «για πολλά ούρα»)... Συνώνυμο του «κρατηθείτε, θα την πετάξω» ή «ακολουθεί αποσταθεροποίησις» ή «σόρρυ μίστερ Μπόμπολας, μην με απολύσετε για αυτό που θα πω!...».

Κατ' επέκτασιν, αποτελεί προκάλυμμα των έργων του Διαβόλου, καθώς, κατά τη διάρκεια της ακόλουθης εκστομιζόμενης πατάτας, Eκείνος μπορεί να επιτελέσει αθόρυβα το έργο του.

Πρετεντέρ Αγάς (τρισέγγονος κοτζαμπάση του Νέου Ψυχικού, επί δημαρχίας Ιμπραήμ)

Από εδώ η συνήθης χρήση «αυτός που αναλαμβάνει -προς χάρη της συζήτησης- να υπερασπιστεί αντιδημοφιλείς απόψεις ή θέσεις που δεν γίνονται αποδεκτές από κανέναν άλλο από τους συμμετέχοντες, συνήθως ο ίδιος ο συντονιστής της συζήτησης». Ενδεικτικά τα σχόλια που έχουν καταγραφεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοψοχολιάζω κάποιον: τρομάζω πολύ κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, όταν δηλαδή εμείς είμαστε οι παθόντες, οι αποδέκτες του τρομάγματος (ήτοι: «με κοψοχόλιασες»).

Συναντάται συχνά και ως «μου 'κοψες τη χολή».

Να μη συγχέεται με το «χολιάζω», το οποίο σημαίνει κακιώνω, βγάζω «χολή» (=κακία).

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιώργος Καρατζαφέρης διά χειρός Μητσικώστα. Το «μυρώνομαι απ' τη χάρη σου» θα δήλωνε την θέληση ταμένου χριστιανού πολιτικού να μυρωθεί από λαϊκό άγιο, για να κατέλθει επιτυχώς σε προσεχείς εκλογές. Με την αντιστροφή σε «μου» εννοείται η ναρκισσιστική αυταρέσκεια του λαοσπρόβλητου ηγέτη, καθώς κοιτά στα μάτια τον λαό του, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, μέσω της κάμερας του ιδιωτικού του σταθμού. Δηλαδή κάτι σαν «τι είπα ρε ο πούστης» κ.ο.κ.

- Σσσσσσ, καλά τι λήμμα ανέβασα σήμερα! Μυρώνομαι απ' τη χάρη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified