Επιφώνημα των Μικυμάου για το κλάμα. Η χρονική σειρά είναι:

1) κλαψ (κλάμα).

2) λυγμ (αναφιλητά).

3) μπουχού- μπουχουχού (αναμένει τον καβουροσλανγκόσαυρό του).

4) σνιφ (ρούφηγμα από δάκρυα και μύξες).

Πρβλ. την καλοβυρνιά: κλαψ σάντουιτς.

Μίνι Μάους: Ο Μίκυ δεν θέλει να με παντρευτεί! Εβδομήντα χρόνια είμαστε αρρβωνιασμένοι! Πόσο ακόμα να περιμένω! Δεν μ' αγαπάει! Κλαψ! Λυγμ! Μπουχουχού! Σνιφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα ικανοποίησης κατά τη διάρκεια του πιπώματος.

Δείχνει και την προτροπή για περαιτέρω τσιμπούκι. Συμπεριλαμβάνει τις εκφράσεις «Μπράβο!'», «Καλά τα πας!», «Συνέχισε έτσι!».

Ενδείκνυται η στάση της γυναίκας να είναι βαθύ κάθισμα και ο άντρας να είναι καθισμένος σε μία καρέκλα με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι (το πάνω).

Σε μία εταιρεία η γραμματέας τρώει ένα τσιμπούκ λουκούμ:
Διευθυντής: -'Εεετσι!...-'Εεετσι!... (πολλές φορές)

(από nasos, 17/03/09)(από nasos, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα Έκπληξης και ταυτόχρονα άπειρου Θαυμασμού.

Δεν πιστεύεις στα αυτιά σου (άκουσες κάτι απίστευτο το οποίο σου προκάλεσε θαυμασμό), δεν πιστεύεις στα μάτια σου (είδες κάτι απίστευτο το οποίο σου προκάλεσε θαυμασμό) και πάει λέγοντας. Γενικώς δεν πιστεύεις αυτό που σου συμβαίνει και έχεις μείνει άφωνος (εκτός από το να λες «τι λες τώρα!!!»).

Προέλευση:
Την φράση έκανε διάσημη ο Λορέντζο Καριέρε, παίκτης του περίφημου reality show «Bar» (από το οποίο ξεπήδησαν διάφοροι σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως η Στέλλα Μπεζαντάκου που έγινε διάσημη για το τσιμπούκι που πήρε - ή υποκρίθηκε ότι πήρε - στην τουαλέτα από τον μελαχρινό συμπαίκτη της Άρη).

Ο Λορέντζο ήταν φανατικός παναθηναϊκόςκαι το ευγενικό κανάλι του επέτρεψε κατά παρέκκλιση να δει έναν σημαντικό αγώνα. Με το πρώτο γκολ που έβαλε ο βάζελοςο Λορέντζο πετάχτηκε πάνω ουρλιάζοντας την ιστορική φράση 'ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!!!». Στην συνέχεια για ένα δεκάλεπτο (στο περίπου) γυρνούσε στο σπίτι κουκουλωμένος με ένα πατσαβούρι με τριφύλλια και αναφωνώντας με ύφος αποχαυνωμένο «τι λες τώρα!... τι λες τώρα!... τι λες τώρα!». (Αργότερα βέβαια συνήλθε και έκανε συγκρότημα με τον φίλο του Γιώργο Ελευθερά που έγιναν φίλοι κολλητοί επίσης στο ίδιο reality, αλλά αυτό δεν αφορά το λήμμα).

Τα ξέρατε όλα αυτά; Αναφωνείστε όλοι μαζί τώρα «ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!!!» :-P

Δύο System Administrators συζητάνε:
- Ακου να δεις τι έγινε χθες!
- Τι, τι;
- Γνώρισα μία φανταστική γκόμενα σε ένα μπαρ...
- Για λέγε, για λέγε...
- ...και της είπα να έρθει από το σπίτι για ποτό, και ήρθε.
- Τι λες τώρα! Για λέγε, για λέγε...
- Ήπιαμε εκεί δυο ποτάκια, ζεστάθηκε η κατάσταση και ξαφνικά μου λέει. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου βγάλεις τη φούστα γιατί με στενεύει;»
- Τι λες τώρα!! Για λέγε, για λέγε...
- Της βγάζω λοιπόν τη φούστα, τη σηκώνω με δύναμη και τη βάζω πάνω στο γραφείο δίπλα στο καινούργιο laptop.
- Τι λες τώρα!!! Πήρες καινούριο laptop;

Όχι για να μη μείνει ατεκμηρίωτο. (από Galadriel, 14/09/12)

Παίζει και σε τ' είπες τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλάκα!, σε κλητική πτώση με θαυμαστικό, και μάλιστα με αργόσυρτη προφορά των «α», ήτοι:
Μαλααάκαααα!... (Επιτέλους το πέτυχα! Είναι ακριβώς, όπως δίπλα).
Είναι επιτατικό επιφώνημα θαυμασμού. Χωρίς καμία χροιά υποτίμησης ή επιτίμησης του άλλου, παρά μόνο υπαινιγμού ότι έχουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μείνει μαλάκες με ένα γεγονός ολότελα αξιοθαύμαστο κι εκπληκτικό, κι έπειτα φανταζόμαστε ότι το ίδιο ισχύει και για τον συνομιλητή μας.

Συνώνυμα: (αλλά με λιγότερη έμφαση θαυμασμού) Α στο διάλο! (το «διάλο» χωρίς «ο» στη μέση).
Έλα ρε μαλάκα! Όχι ρε μαλάκα! Δε γίνονται αυτά ρε μαλάκα!

  1. - Πιάσε ρε μαλάκα αυτό το θεόμουνο εκεί κάτω!
    - Μαλααάκαααα!!!
    - Έμεινες μαλάκας, ε;
    - Φτυστή η Σκλεναρίκοβα είναι ρε μαλάκα!..
    - Εμένα πάλι μου θυμίζει το Λίλιαν...

  2. - Ρε μαλάκα, στο slang.gr έχουν 568 διαφορετικούς ορισμούς της λέξης «μαλάκας»!
    - Μαλααάκαααα!!!
    - Κάνουν δουλειά οι άνθρωποι, δεν είναι μαλάκες!

Απαράδεκτοι, Ο ψυχίατρος (από patsis, 26/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλοί την υπέρτατη κατάσταση έκστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ανακράζων.

Όπως ο αληθινός μουσουλμάνος αναγνωρίζει τον ένα Θεό (τον ΠΑΟΚ δηλαδή) λέγοντας στα τουρκικά Ένας Θεός! (Για την ταύτιση μουσουλμάνου και τούρκου στα καθ' ημάς βλέπε και μεμέτης), έτσι και ο Επικούρειος μέσα μας κοινοποιεί την έκσταση του παραλληλίζοντάς την με τον εναγκαλιασμό της εξ αποκαλύψεως αλήθειας (λέμε τώρα).

- Μάγκες, έφερε ο Κωστής μια φουντίτσα, τεφαρίκι!
- Μπιρ αλλάχ αρκαντάς! Στρώσου για μπάφκετ!

Σύγκρινε με βαράω μπιραλάχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συριστικό αυτό επιφώνημα πάντα συνοδεύεται με λοξό τίναγμα της κεφαλής και μειδίαμα, αποτελεί δε το ύστατο όπλο debate κάθε λεβέντη με άποψη.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες τσσς:

1. Αυτοεγκωμιαστικό τσσς

Αφού εκστομίσει κάποια κοινότυπη και καμαρωτή παπαριά, ο ξερόλας συνομιλητής προσθέτει με έπαρση «τσσς, τι είπα πάλι ο μεγάλος!». Σε περίπτωση το εκστομίζει ρουμάνος, το κάνουμε γαργάρα και σφίγγουμε τα δόντια, ένεκα και η οικονομική κρίσις. Αντίθετα, τον πλακώνουμε στις φάπες.

2. Απαξιωτικό τσσς

Αντιμέτωπος με μια τεκμηριωμένη άποψη την οποία δεν μπορεί να αποκρούσει με λογικά επιχειρήματα, ο νεοέλληνας νταλάρας κάνει τσσς και το γυρίζει σε ad hominem άδειασμα, όπως: «τσσς, αυτά τα λένε τα αμερικανάκια!». Καθώς κάθε λογικός διάλογος με τέτοια σούργελα είναι ανέφικτος, η ενδεικνυόμενη ανταπόκριση είναι επίσης «τσσς!» - με φειδώ όμως στα iterations, προς αποφυγήν αέναης κυκλικότητας!

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία του όρου, καθώς τρεντογλωσσούδεσ και ασιγματικοί προκρίνουν το τσσσ.

Τέλος υπάρχει και ο συγγενικός ήχος μμμ!, κατά το «Μμμ τι μας λες καλέ» που χρησιμοποιείται κυρίως από γυναίκες, αγελάδες και μητροσεξουαλικούς.

«Τι ξινός άνθρωπος ... τσ τσσς» (από φορουμ)

«εντάξει κορίτσια νομίζω ότι δουλευόμαστε είμαι από τις 6 και κάτι μέσα και δεν έχω βρει καμμία σας Παρασκευή βράδυ... τσσσ τσσσ, μα όλες γκόμενους έχετε κι είστε τόσο απασχολημένες ... τσσσ τσσς» (Παράπονο από forum. ΥΓ: τσσς, αν το τυπάκι αυτό ποτέ πηδήσει, εμένα να μου κάνετε piercing τη μύτη!)

« θα γίνω και πολύ άτομο!! Τσσς (...) Το αποφάσισα. Είδα ότι δεν έχει προκοπή το άθλημα και το γυρνάω στο πουλ μουρ(Από forum)

βλ. και τσ-ξςςςς!..., πς / πςςς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα ενθουσιώδους επιδοκιμασίας και απότισης σπεκ προς όσους μας καταπλήσσουν με το έργο τους, τον λόγο τους, την δημιουργικότητά τους.

Εκ του «έγραψες ιστορία» ή, πιθανότατα, εκ του «έγραψες άριστα σε εξετάσεις».

Εναλλακτικά, ζωγράφισες, κέντησες, κ.α.

1. Έγραψες μεγάλε! Σωστός και παραστατικός! (σχόλιο του lykos για το λήμμα το μύδι.

2. Έγραψες με γκολ απ' τα αποδυτήρια μεγάλε. (σχόλιο του acg για το λήμμα χασίστες και φουντικοί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική λέξη της οποίας η ετυμολόγηση παύλα εξέλιξη στη πρότυπα της δαρβινικής θεωρίας είναι
ρησπέκτ* -> ρησπέκτ** -> ρισπέκ -> σπεκ -> σπεκ*** -> φιλαδέλφεια -> μπυροκοίλι***
(τα τρία τελευταία σκέλη αποτελούν το σχέδιο της θείας πρόνοιας για το μέλλον της λέξης, με καταληκτική ημερομηνία 5/5/2024).
Γλιτώνει το χρήστη από φλυαρίες τύπου ρησπέκτ**, αγγλισμούς τύπου ρησπέκτ* ή παρεξηγήσιμες φράσεις και διαχύσεις του τύπου σταμάτα να μιλάς και φίλα με, ενώ καταφέρνει να συμπυκνώσει τον σεβασμό για τα πεπραγμένα χωρίς απώλειες, ανοίγοντας παράλληλα την όρεξη***.

  • αγγλικά στο κείμενο
    ** ελληνικά στο κείμενο
    *** γερμανικά στο κείμενο

- Πήγα Μοναστηράκι χτες και βρήκα σε ένα παλιατζίδικο έναν τόμο με τις ασκήσεις γεωμετρίας των Μπαμπουΐνων μοναχών της Νοτίου Ιταλίας. Μιλάμε οι τύποι είχανε ξεφύγει.
- Στ' αρχίδια μου.
- Και βγαίνοντας από το παλιατζίδικο πέτυχα το Σοφάκι που είχα να το δω κάτι χρόνια, πήγαμε για καφέ και μετά στο σπίτι της έγινε το έλα να δεις και το φύγε να φύγουμε, κατά σειρά εμφανίσεως.
- Σπεκ. Τώρα μιλάς σαν άντρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί επιφωνήματος προς έγκριση πράξεως ανδρείας. Συνοδεύεται από γκριμάτσα σκληρού τύπου, βλέπε εξώφυλλα μπλακ μέταλ δίσκων, και το αντίστοιχο νεύμα -ελαφρά και κοφτή κίνηση της κεφαλής προς τα κάτω.

Στο ουδέτερο, πάλι εν είδει επιφωνήματος, με προφορά ένρινη και παρατεταμένο το -ο-, εξαπολύεται όταν ανακοινώνεται γεγονός το οποίο δεν έχει, και θα θέλαμε να έχει, σχέση με εμάς, παρ' όλ' αυτά έχουμε το θράσος να αντιδρούμε χαιρέκακα καθώς «μακριά απ'τον κώλο μας, κι όπου θέλει ας είναι».

  1. - Θα πάρω κι άλλη μπύρα.
    - Σκληρός.

  2. - Άσε ρε φίλε. Στην εξεταστική που θέλω να πάρω το γαμήδι το πτυχίο, μου σκάνε τρία μαθήματα την ίδια μέρα.
    - Σκληρόοοο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified