Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified