Σημαίνει στην κυριολεξία «μου εφυγε η φλουδα», «ξεφλουδιστηκα».
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γρατζουνιές από ατυχήματα, πτώσεις κ.λπ.
Χώρος προέλευσης η Ηπειρωτικη Ελλαδα!
Έπεσα με το ποδήλατο και ξεσγαλίστηκα ολόκληρος!
Σημαίνει στην κυριολεξία «μου εφυγε η φλουδα», «ξεφλουδιστηκα».
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γρατζουνιές από ατυχήματα, πτώσεις κ.λπ.
Χώρος προέλευσης η Ηπειρωτικη Ελλαδα!
Έπεσα με το ποδήλατο και ξεσγαλίστηκα ολόκληρος!
Got a better definition? Add it!
Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...
Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):
Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).
Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.
Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.
Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.
Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.
- Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
- Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;
- Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
- Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
- Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
- Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
- Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
- Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
- Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...
- Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
- Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
- Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
- Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...
Got a better definition? Add it!
(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.
Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό
Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.
-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !
Got a better definition? Add it!
(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.
-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;
Got a better definition? Add it!
Σκουντάω, ζμπρώχνω. Βορειοελλαδίτικος ιδιωματισμός.
Περιμένοντας στην ουρά, ο μπροστά στον πίσω:
-Αρ τι ρουσντάς; Κατά πού να κλώσω;
-Μένα το λες; Οι από πίσω με ζμπρώχνε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ανατινάζω, κάνω κάτι να εκραγεί, κάνω κάτι να σκάσει. Κάνω μια οποιαδήποτε μια ενέργεια που προκαλεί θόρυβο.
Τοπικός ιδιωματισμός της Μακεδονίας.
- Θα σε βάξω καμιά κροτίδα να σκιαχτείς.
- Βούτηξε στο ποτάμι, αλλά ήταν ρηχό κι έβαξε στις πέτρες.
- Στη βάξω τη μπάτσα α σε κουνηθεί το μυαλό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).
Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.
Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα
(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).
Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.
-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.
Got a better definition? Add it!
Η πιο κοινή βρισιά στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου, ισοδύναμη αυτή και τα παράγωγά της με το «μαλάκα» και τα παράγωγά του. Κυκλοφορεί και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και κυρίως του Ηρακλείου, και φτάνει και μέχρι τα αστικά κέντρα των δυο νομών.
Ετυμ.> παρά+ ὥρα = παρά την ώρα του, άκαιρος (το Lidell & Scott online έχει το «πάρωρος»).
Απαντά και η «παραουρ(γ)ιά»= άκαιρη, ανόητη, άκυρη, «αψυχολόγητη» πράξη, μαλακία δηλαδή. Στον πληθυντικό η φράση «κάνω παραουρ(γ)ιές»
- Πάλι εξέχασες τ' αμάξι ακλείδωτο μπρε παράουρε... ι ανάθεμά σε...
- Mπρε συ, με γατέχεις ποιος είμαι;
- Dε σε θυμούμαι φίλε να πω την αλήθεια...
- Oι χίλιοι διαόλοι στη κοιλιά σου μπρε παράουρε απού δε με γατέχεις... Του Στεφανή μπρε ο γιος δεν είμαι, του Λεωτυχίδη ο αξάδερφος....
- Γιάντα μπρε κάνεις παραουργιές... άμε δα να τονέ πλερώσεις κι άλλη φορά να μη γ-κάθεσαι με τσι κουμαριτζίδες....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Πάτρα): (Αντ)απαντώ σε κάποιον σε οργίλο ύφος, επιπλήττω, καθυβρίζω σκαιώς.
Κατά το Ευαγγέλιο: Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι... (όπως οι κοντοί στο παράγγελμα: μεταβολή).
Συναφές: «Τη λέω (σε κάποιον)».
Που λες, η Τατιάνα άκουσε τσι δίπλα που τηνε κουσκουσουρεύανε και κρυφογελούσανε και γυρίζει και τσου κάνει: «Άκουσε 'δω κυρία μου, λέει, τέτοια ανατροφή έχεις, τέτοια λες!» και τί τση λέει θαρρείς, εκείνη η ξερακιανή η αχώνευτη: «Μμμμ... Η σιωπή μου, προς απάντησίν σου!», έτσι, με περιφρόνηση... Ε, νάσου και γίνεται έξαλλη τότε κι η Τούλα και τση λέει την τελευταία πρώτη! Ούτ' ο Ιορδάνης ποταμός δεν τηνε ξέπλενε. Μαλλί με μαλλί πιαστήκανε στο τέλος.
Got a better definition? Add it!