Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.
- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.
Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.
- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματική χρήση του ρήματος «γκίζω» (αγγίζω) από την Κρήτη –το ρήμα κλίνεται κανονικά, μέχρι και προστακτική «γκίξε» υπάρχει, γι' αυτό δε βάζω απόστροφο.
Σημαίνει «μου τη σπάει», «μου τη δίνει (στα νεύρα)», με εκνευρίζει, με χαλάει. Ακουμπάει «γυμνό νεύρο» που λέει και ο Papahelas.
Μου γκίζει που τα πάντα μου γκίζουνε...
(το motto ενός προφάνουσλυ Χανιώτη από φόρουμ ποδηλασίας –τα Χανιά έχουν παράδοση στο άθλημα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.
Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.
... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
- Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!
(Βήχας)
- Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;
Got a better definition? Add it!
Η αφθονία, ο πλούτος. Από το τουρκικό (σώωπαα!) «bereket» που πάει να πει «αφθονία, ευλογία».
«Τρωγοπίναμε από τις εφτά το απόγευμα μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Αραχτοί πλάι στο κύμα, και να 'ρχονται αβέρτα τα μελανούρια και οι σαργοί κι οι παντελήδες, από το παραγάδι κατευθείαν στη σχάρα, κάναμε και καμιά βουτιά ανάμεσα να ξελαμπικάρουμε κομμάτι, και μετά πάλι σαρδέλα θυμαρίσια που 'λεγες πως σπαρταράει ακόμα, και να τα τσίπουρα και τα κρασιά και οι φρέσκες οι ντομάτες... Μπερεκέτι αδερφάκι μου, μπερεκέτι.»
Got a better definition? Add it!
Published
Λαρισαϊκή έκφραση για την ανάδειξη ως επί το πλείστον του ψυχικού πόνου. Αντίστοιχο του «Ωχ παναγιά μου».
Προσοχή, πρέπει να δοθεί έμφαση στον τονισμό τού «λέλε».
Με (τον / την) άφησε και έφυγε μακριά. Λέλε πόνος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.
Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!
Got a better definition? Add it!
Γνωστός παραθεριστικός προορισμός των Θεσσαλονικέων, η παραθαλάσσια αυτή κωμόπολη της Χαλκιδικής διαφοροποιείται από μια και μόνη συλλαβή από το περίφημο παπάκι που το λένε και γατάκι ή μύδι, το πολυθρύλητο εξάρτημα που έκανε τις γυναίκες διάσημες σε όλο τον πλανήτη.
- Καλά, τί σου ήρθε και την έκανες τόσο νωρίς χθες βράδυ; Μιλάμε, με το που έφυγες, γέμισε ο τόπος Μουδανιά χωρίς το δα.
- Εμ, οι λακίεσμα πληρώνονται.
βλ. και Αρχιμήδης χωρίς το Μη
Got a better definition? Add it!
Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.
Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.
Got a better definition? Add it!
Η ιδιωματική έκφραση σημαίνει «ασφυκτιώ» και προέρχεται από την Άρτα.
Έπαθα σπληξ!

Got a better definition? Add it!
Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.
Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».
Got a better definition? Add it!