Further tags

Χαρακτηρισμός που ακούγεται σε μια πόλη της Κορίνθου (Ξυλόκαστρο). Το τσιμπούκι εκτός από το είδος καπνιστού ή και την πίπα είναι και η καφρίλα-φάρσα-κοροϊδία εις βάρος κάποιου με σκοπό την δημόσια διαπόμπευση ή γελοιοποίηση ανάμεσα σε φίλους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική ή και με αρνητική έννοια. Επίσης μπορεί να χαρακτηρίσει και ένα ευχάριστο γεγονός.

Χτες έπεσε πολύ τσιμπούκι, ήπιαμε πολύ και γελάγαμε όλο το βράδυ.

Χτες μου είπες ότι θα μου δώσεις δέκα ευρώ και σήμερα μου λες άλλα, μην με τσιμπουκάρεις εμένα.

Χτες ο Μήτσος είπε τεράστια μαλακία, θα τον τσιμπουκάρω για χρόνια.

Τα παιδιά στο σχολείο χτες πιάσαν τον μικρο Αλέξη και τον τσιμπουκάρανε πολύ άσχημα για την μεγάλη μύτη που έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει μια κατάσταση ή κουβέντα η οποία δεν είχε, ούτε πρόκειται να αποκτήσει νοήμα, ΠΟΤΕ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους νομούς Αχαϊας και Ηλίας, αλλά τα τελευταία χρόνια η χρήση της αυξάνεται και στους Έλληνες του εξωτερικού.

- Τι αποφασίστηκε τελικά για την εκδρομή;
- Ερήμη μωρέ, τίποτα μέχρι στιγμής..
- Μα καλά, τι λέτε 20 άτομα τρεις μέρες στο Facebook;
- Ερήμη κουβέντα έχουμε.. πέφτει troll-αρισμα τρελό.
- Είναι Μίχος και Καραλής στο thread;
- Ναι! Ευτυχώς λείπει ο Σμάνης..
- Πω ρε φίλε... Τελικά πως το βλέπεις, θα πάτε κάπου την Κυριακή;
- Ναι.. Θα δώσουμε ραντεβού στις 10, θα μαζευτούμε στις 11, θα ξεκινήσουμε στις 11:30, θα κάνουμε στάση να πάρουμε καφέδες και κατά τις 2 θα είμαστε παραλία. Θες να έρθεις; Ερήμη, θα παίξουμε και volley.
- Είσαι μινάρας αδερφάκι μου; Την Κυριακή έρχεται η θεία του Slash και πρέπει να τη δω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε το μοντάρισμα, μια χαρά πήγε η συγκόλληση, κοινώς εκπληρώθηκε η φορτωτική. Λέγεται συνθηματικά για να επιβεβαιώσει ο ομιλών ότι πήδηξε.

Τόπος καταγωγής της φράσης η Λακωνία. Μπάκακας είναι ο γυρίνος και λούμπα, ο λάκκος με το νερό.

Η: Πως πήγε χθες με την Κωνσταντίνα;
Γ: Μια χαρά.
Η: Μπήκε ο μπάκακας στη λούμπα -σα να λέμε...
Γ: Όχι ακόμα, είναι σεμνό κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση πείνας, ασιτίας. Λέγεται στην Πελοπόννησο.

Έχεις τίποτα για φαγητό; Κόλλησε το στομάχι μου από την αφαγανίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.

- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος; - Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυσανασχετώ με κάποιον.

Η πιό συνηθισμένη έκφραση είναι κρατάω ρούτζα που σημαίνει κρατάω μούτρα.

  1. Γιατί μου κρατάς ρούτζα, σου έκανα τίποτα;

  2. Βγάλ' τη ρούτζα από τα μούτρα, δε μπορώ να σε βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό το λήμμα έχει μια αστεία ιστορία συμπτωματολογίας: σήμερα μου το ανέφερε μια φίλη, λέγοντάς μου ότι ο πατέρας της ανέφερε την λέξη κι η ίδια δεν την ήξερε, ο πατέρας της εξήγησε (ανήλιαγο μέρος, που πολύ συχνά είναι υγρό και δροσερό) και έτσι η φίλη μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι έχει ένα λήμμα να βάλω στο σλανγκρ.

Ψάχνω λοιπόν πρώτα στο γούγλε για να δω αν υπάρχει κάποια αναφορά, και μξ άλλων βρήκα ότι είναι τίτλος βιβλίουπου κυκλοφόρησε στο νέτι προσφάτως.

Αυτά... Το λήμμα λοιπόν σημαίνει ανήλιαγο μέρος, τόπος σκιερός. Επίσης, αν κρίνω από το παράδειγμα 2, σημαίνει και ψύχρα, υγρασία γενικότερα.

Από Πελοποννέζ, αλλά πιθανόν να λέγεται και αλλού.

  1. - Βάζεις κανα ζαρζαβατικό στον κήπο;
    - Μπα, πού να πιάσει, είναι απογιούρα.

  2. πήγαμε στο Ραβάνι αγναντέψαμε πέρα πήραν τα μάτια μας μικρές φωτιές σε δυο τρεις μεριές βγάλαμε σκέψη ότι μπορεί οι αραπάδες να πάτησαν το Μεσοβούνι και άναψαν φωτιές να ζεστάνουν τα χέρια τους που έκανε απογιουρα τη νύχτα και ας ήταν θεριστής μήνας.

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified