Further tags

Σε διάλεκτο της περιοχής Παρνασσού, το έντονα ομιχλώδες και με υψηλό ποσοστό υγρασίας μετεωρολογικό φαινόμενο. Εντονότερο σε μεγάλα υψόμετρα και συχνά συνοδευόμενο από χιονόπτωση ή βροχή.

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, εξ' ου και η καταγραφή της λέξης.

Κώστας (χιονοδρόμος) τηλεφωνεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού: - Τι καιρό κάνει πάνω παιδιά;
Υπάλληλος ΧΚΠ: - Άσ' τα φίλε, μουχλαντάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάστακας, αυτός που έκατσε μπροστά μας και μας εμποδίζει. Το λέμε και για κάποιον που μας επισκέφτηκε απρόσκλητος και δεν λέει να φύγει.
Το λήμμα είναι ιδιωματισμός και χρησιμοποιείται κατά κόρον πού αλλού...; Στην πατρίδα μου την Κρήτη.

- Επήγα να πηδήξω οψάργας (χτες βράδυ) και ήρθε εκιοσές (αυτός) ο μαγαρισμένος (το κάθαρμα) ο σπιτονοικοκύρης μου και εμπαστακώθηκενε και επόμεινα (έμεινα) με την ψωλή στη χέρα (στο χέρι)..

(από prasas, 07/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω-πηδάω με μεγάλη διάρκεια.
Σύνθετη λέξη που αποτελείται απο τις λέξεις γαμάω (=συνουσιάζομαι) και πιλώθω (=σπρώχνω, στην Κρητική διάλεκτο).

- Μπάμπη, θα κατέβουμε Κοραή για καφέ;
- Ναι ρε συ ναούμ, παίρνω τηλέφωνο κι αυτόν τον μαλάκα τον Σωτήρη, αλλά τίποτα.
- Α,τον Σωτήρη... άσ' τον καλύτερα. Πέρασα από το σπίτι του το μεσημέρι και είχε εκεί τη Μαρία και τη γαμοπίλωθε...
- Κατάλαβα... το μουνί της θα έχει βγάλει τυρί γραβιέρα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση, η οποία υποδηλώνει για το άτομο που τη λέει ότι έφαγε χυλόπιτα.

Την έστειλα μύνημα να βγούμε και δε με απάντησε! Άσε μεγάλη τόνγκα έφαγα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέθηκα και φεύγω.

- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.

- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!

Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μου κάνει φασαρία, θα μου κάνει καυγά, θα μου το ζητήσει επίμονα, θα επιμείνει.

(πιθανότατα τούρκικης προέλευσης)

- Μην τον κανακεύεις τον μικρό, γιατί θα μου βγάλει μαγλατά να του πάρω καινούριο ποδήλατο.

(από HardcoreGR, 20/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified