Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.
- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!
Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.
- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!
Got a better definition? Add it!
Ο τρελός στα χιώτικα!
-Θα πάω για κατάδυση!!!
-Καλά λωλή είσαι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Βλ. και αξεθέρμιστα
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο χαβαλές. Λέξη ευρέως διαδεδομένη στα σχολεία του νομού Ηλείας.
- Την ώρα της μουσικής γίνεται πολλή αρβάλα μέσα στην τάξη!
Got a better definition? Add it!
Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.
- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας κι σημαίνει δεν μου αρέσει καθόλου, μου προκαλεί αηδία.
- Να φτιάξω σπεντζοφάι αύριο;
- Α τα τα!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.
Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.
Got a better definition? Add it!
Ο γκέι στα Κρητικά.
- Ζεμίσαν πάλι τζέηδες τα Σφατσιά Μιχαλιό!
Got a better definition? Add it!
Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.
- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!
Got a better definition? Add it!