Further tags

Το λέμε όταν κάτι είναι μικρό. Δεν ξέρω από πού προέρχεται. Το έχω ακούσει από Πειραιώτες να το λένε.

  1. — Θα πάρουμε σουβλάκια απ' του Πέτρου, πόσα θες;
    — Πάρε πέντε για μένα...
    — Τι πέντε ρε; Πού θα τα βάλεις;
    — Άι ρε... αφού στου Πέτρου τα κάνουνε τσουρούτικα.

  2. Στρίψε ένα τσιγάρο ακόμα ρε Τάκη, αλλα μην το κάνεις τσουρούτικο σαν το άλλο... Πέντε στόματα είμαστε, να προλάβει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ψάχνω κάποιον:

Τσιγκλάω, πειράζω, ψαρεύω κάποιον, ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα αλλά χωρίς ιδιαίτερη ατζέντα, για το χαβαλέ και το μουχαμπέτι. Χαριεντίζομαι πετώντας σπόντες και σχόλια. Ενίοτε πιλατεύω κάποιον με τις ερωτήσεις και την αδιακρισία μου.

Ακουσμένο από Ναουσαίο (στην Νάουσα λέγεται πολύ, απ' ό,τι μου είπε) αλλά και από άγνωστο περαστικό στην Αθήνα, μάλλον Αθηναίο.

Πρβλ. με άλλες σημασίες: ψαγμένος, ψαγμενιά, ψάχνομαι.

[Τα παραδείγματα αυθεντικά]

  1. - Πάμε κάνα θέατρο;
    - Θέατρο; Γιατί όχι, έχει τίποτα σε αποδομιστικό μεταστρουκτουραλισμό;
    - Τώρα με ψάχνεις κουφάλα αλλά πράγματι κάτι τέτοιο παίζει.
    - Σοβαρά μιλάς;
    - Γιατί, αν το δεις θα καταλάβεις τη διαφορά;
    - Μουνάκι...

  2. - Καλά ρε φίλε, ενώ μπορείς να μείνεις σπίτι μου μου μιλάς για ξενοδοχεία και μαλακίες; Να δώσεις τόσα λεφτά τζάμπα;
    - Σ' ευχαριστώ πολύ αλλά δεν...
    - Τι μ' ευχαριστείς ρε μαλάκα; Μεταξύ μας έτσι θα μιλάμε; Εκτός κι αν δεν νιώθεις άνετα σπίτι μου να μου το πεις να το ξέρω...
    - Τώρα γιατί με ψάχνεις ρε πούστη; Αφού ξέρεις, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Άμα να είναι να μαλώσουμε για παπαριές θα μείνω, λήξις.
    - Α να έτσι μπράβο! Τώρα μιλάς σωστά!

  3. - Την άλλη φορά βρεθήκαμε στο λεωφορείο και μ' άρχισε πάλι την πάρλα.
    - Διακόσια χρόνια ο ίδιος ρε πστ. Τι σού 'λεγε;
    - Άκου να δεις. Εγώ ήμουνα με τον Βλάση και την γυναίκα του κι άρχισε να τους μιλάει κι αυτούς, και πού δουλεύετε και τι επιδόματα σας έκοψαν στο υπουργείο και πού μένετε και τι νούμερο παντόφλα φοράτε... Μού 'ρθε να του πω σκάσε ρε μαλάκα, τι τον ψάχνεις τον άλλονα μόλις τον γνώρισες; Την όρεξή σου έχει να περνάει ανάκριση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα της Κυπριακής Ελληνικής που ενδέχεται να ακουστεί σε συναναστροφές με Κύπριους φοιτητές ανά το παγκόσμιο. Το ρήμα περικλείει διάφορες συνειδητές αλλαγές στον τρόπο ομιλίας οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως μετά το σύντομο ετυμολογικό διάλειμμα.

Το ρήμα προέρχεται από τον χαρακτηρισμό «καλαμαράς» που στην καθομιλουμένη κυπριακή σημαίνει Έλληνας της Ελλάδας, σε αντιδιαστολή με τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Κύπρου.

Όταν κάποιος (κύπριος) καλαμαρίζει, σημαίνει ότι (συνήθως) συνειδητά προβαίνει σε αλλαγές στο λεξιλόγιο, την σύνταξη και την φωνολογία ώστε να μοιάζει με την Κοινή Νέα Ελληνική. Πρόκειται για φαινόμενο μαζικής υπερδιόρθωσης (hypercorrection)

Ο όρος έχει υποτιμητική χροιά αλλά το φαινόμενο καθεαυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό καθώς παρατηρείται σύγκλιση των κυπριακών διαλέκτων σε μια κοινή Κυπριακή που αποτελεί μείγμα χαρακτηριστικών της κυπριακής διαλέκτου και της κοινής Ελληνικής.

Οι Αλλαγές:

Α. Φωνολογικά

  • Στα κυπριακά ιδιώματα επιβιώνουν τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων (πχ άλλος: /'alːos/ αντί /'alos/) αλλά αναπτύσσονται και σε άλλες θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά (πχ σκύλος: /'ʃilːos/ αντί /'/'scilos/). Όταν κάποιος καλαμαρίζει, δεν προφέρει τα διπλά σύμφωνα.
  • Στα κυπριακά ιδιώματα διατηρείται και η προφορά των δασέων [pʰ], [tʰ] και [kʰ], τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και λεξιλογική σημασία (πχ κούπα (δοχείο) /kupʰa/ VS κούπα (έδεσμα) /kupa/). Και αυτά είναι πιθανόν να απουσιάσουν από το λόγο κάποιου που καλαμαρίζει.
  • Στο κυπριακό ιδίωμα παρατηρούνται τα σύμφωνα [ʃ], [ʧ] (και τα μακρά/δασέα/ηχηρά variants τους) που υποκαθιστούν τα [ç] και [c] σε συγκεκριμένα φωνητικά περιβάλλοντα. Και πάλι, αυτά τα σύμφωνα θα αποφευχθούν από αυτόν που καλαμαρίζει. Μερικές λέξεις όπως ο σύνδεσμος «και» /ʧe/ (αν είναι ήχηρο: /ʤe/) αντιστέκονται στον τύπο της Κοινής /ce/.
  • Αντιστροφή της αποσιώπησης των β, δ, γ, πχ η κατάληξη ουσιαστικόν -ούδιν προφέρεται συνήθως -ούιν. Κάποιος που καλαμαρίζει όχι μόνο θα προφέρει αυτά τα σύμφωνα, αλλά θα τα προφέρει και σε θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.

    O γράφων δεν έχει παρατηρήσει άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κυπριακής να διορθώνονται από τους καλαμαρίζοντες.

Β. Μορφολογία/Σύνταξη

Στην Κύπρο η κυπριακή γραμματική και η γραμματική της Κοινής βρίσκονται σε σύγκρουση. Διάφορα κλιτά μέρη του λόγου σχηματίζονται διαφορετικά.

  • Το ρήμα «είναι» στα κυπριακά κλίνεται ως: είμαι, είσαι, ΈΝΙ/ΕΝ, είμαστεΝ, είσαστεΝ/είσαστΙΝ, ΈΝΙ/ΕΝ. Ο καλαμαρίζοντας πιθανόν να αντικαταστήσει το ένι με το είναι σε μια καθόλα κυπριακή πρόταση προκαλώντας μια awkward κατάσταση.
  • Οι προσωπικές αντωνυμίες είναι: εγιώ/εγιώνι /e'ʝo/ /~ni/, εσού, τζείνος/η/ο /'ʧinos/ /~i/ /~o/, εμείς, εσείς, τζείνοι/ες/οι. Όπως και πιο πάνω.
  • Οι καταλήξεις των ρημάτων -ούμεν(τε), -όννετε για α' και β' πληθυντικού αντικαθίστανται από αυτές της κοινής.
  • Περιφραστικοί χρόνοι. Παρόλο που αποφεύγονται στην Κυπριακή, οι καλαμαρίζοντες τείνουν να τους χρησιμοποιούν, ωστόσο σχηματίζονται διαφορετικά: Κυπριακή | Ελληνική | Καλαμαρισμός Είπα της |Της είχα πει| Είχα της πει. <- παρατηρείστε ότι το «της» αντιστέκεται και παραμένει μετά το κυρίως ρήμα αντί να πάει μπροστά από αυτό.

    Παρατηρείται και υπερδιόρθωση άλλων δομών σύνταξης για τις οποίες ο γράφων επιφυλάσσεται να γράψει αφού μελετήσει εις βάθος.

Γ. Λεξιλογικά

Απάνθισμα Κυπριακών λημματουθκιών.

Αρκετές λέξεις στο πιο πάνω λινκ είναι απαρχαιωμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλες χρησιμοποιούνται καθημερινά και αρκετές από αυτές θεωρούνται μιάσματα από τους καλαμαριστές.

Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». http://greeksurnames.blogspot.com/2010/06/blog-post.html

(από perkins, 23/06/10)(από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματικός χαρακτηρισμός για κακιά και μοχθηρή γυναίκα.

Ξέρεις τι βεργόνα μελεμενιά είναι αυτή; (όπου «βεργόνα» το φόβητρο των μικρών παιδιών στην αρχαιότητα, η Γοργώ)

Δες και κάργια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μεθώνννη είπαμε, όχι Μεθώνη».

Έτσι διαμαρτύρομαι όταν δεν προφέρουν σωστά τον τόπο καταγωγής μου. Κατά το Μεθωναίο λοιπόν - και όχι μόνο - όταν το Ν ακολουθείται από Η, Ι, Υ, ΕΙ, αποκτά ένα χαρακτηριστικό, βαθύ ήχο, που βγαίνει κατευθείαν από τον ουρανίσκο του.

Τρία λοιπόν Ν αντί για ένα, και λίγα είναι.

- νννιαου - νννιαου
- μια νννύχτα στο νννιου γιορκ
- έφτιαξε η Ελενννίτσα ένα νννύχι
- φοβερο μουνννί η πουτανννίτσα

Αλλα γράμματα που χρησιμοποιούνται x3:
- τα τρία A του επιφωνήματος «Aαα !¨
- τα τρία Χ του πορνό
- τα τρία Ρ της Βραζιλίας, Ρονάλντο,Ριβάλντο και...Μπεμπέτο! (κατά Μανώλη Μαυρομάτη) - τα τρία Λ της Αμαλίας του Παρα Πέντε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρούλης με σφιχτό κρέας. Θεσσαλικό ιδίωμα.

Είδες την τσουπουτούλα;

Από το τσουπώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άπλυτος που φοράει λερωμένα ρούχα.

Είναι, φυσικά, υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Ο Τιρτιράκης ήταν ένας καθυστερημένος και πονηρός «πολυτεχνίτης». Δεν είχε συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά καταγινόταν με ο,τιδήποτε κι αν του ζητούσες και το έπαιζε ειδικός, χωρίς να έχει φυσικά ιδέα. Π.χ. του ειχε ζητήσει μια γυναίκα να της βάψει τα υπνοδωμάτια. Αυτός πήρε τη μπογιά και έβαψε απο τους τοίχους και τα πλακάκια μέχρι τις πρίζες και τις ντουλάπες. Επίσης, έβαψε και το μηχανάκι του με μπλε μπογιά για να δείξει πόσο καλός φανοποιός είναι (είχε βάψει μέχρι και τα φανάρια).

Φυσικά, πάντα είναι άνεργος και τον περιποιούνται μόνο όσοι τον λυπούνται ή του λένε π.χ. να συμμαζέψει κάποια παλιά αποθήκη και τον πληρώνουν (αν δεν κάνει καμιά καταστροφή) και του δίνουν ό,τι παλιό θέλει από μέσα.

Έμεινε γνωστός για την υποψηφιότητα του για δήμαρχος των Χανίων, με σκοπό μόλις βγει να δώσει χρήματα στον κόσμο. Όλοι τον είχαν πάρει στην πλάκα και του φώναζαν στο δρόμο «Γεια σου πρόεδρε». Ο άνθρωπος πίστεψε τα λόγια των συμπολιτών του και θεωρούσε πως είναι ο νέος δήμαρχος τον Χανίων. Όπως ήταν φυσικό, πήρε μόνο ελάχιστες ψήφους (τον ψήφισαν ορισμένοι αντί λευκού). Την επόμενη των εκλογών όσοι των ρωτούσαν «Πρόεδρε, τι έγινε; Γιατί δεν βγήκες;» έπαιρνε την απάντηση «Άσε άσε... Είμαι πολύ απογοητευμένος... Μπερδευτήκανε οι ψηφοφόροι μου και αντί για να βάλουν σταυρό στο όνομα Τιρτιράκης έβαλαν στο Βυρβιδάκης... Μου φάγανε τους ψηφοφόρους!»

Στις μέρες μας θα τον δεις καβάλα στο μηχανάκι του να κάνει βόλτες στα Χανιά, φορώντας πάντα λερωμένα ρούχα και καλημερίζοντας όποιον δει μπροστά του.

Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο ρε τιρτιρή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο αηδιαστικός.

Ο Ηλίας Μπαμπούκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Η δουλειά του ήταν να μοιράζει φυλλάδια μέσα στον δημοτικό κήπο των Χανίων ή στην πλατεία της αγοράς. Είχε μια τεράστια κοιλιά και πάντα η μπλούζα του ήταν λαδωμένη. Σου έδινε το φυλλάδιο μονο αν του το ζητούσες ο ίδιος και πάντα σαλιώνοντας τον αντίχειρά του για να το πιάσει. Πολλοί του φώναζαν «Μπαμπούκο, πιάσε ένα σπέσιαλ» και αυτός αμέσως σάλιωνε κάλα τον αντιχειρά του, τον δείχτη και τον μέσο για να στο δώσει (ή σπανίως τα ένωνε και τα έφτυνε).

Όμως, δεν προκαλούσε μόνο με αυτό αηδία στους άλλους. Την ίδια κίνηση έκανε για να καθαρίσει κάποιο λεκέ απο τα ρούχα του, από το δέρμα του ή ακόμα και τις ξεραμένες λάσπες από τα παπούτσια του. Μάλιστα, μπορεί να σάλιωνε τον αντίχειρά του παραπάνω από μια φορές χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι λάσπες που μπαίνουν στο στόμα του. Ακόμα, φυσούσε τη μύτη του πάνω στο χέρι του, το έτριβε πάνω στην μπλούζα του στο σημείο της κοιλιάς και στη συνέχεια το καθάριζε και αυτό με τον αντίχειρα.

Όταν δεις κάποιον να κάνει ο,τιδήποτε από τα παραπάνω μπορείς να τον χαρακτηρίσεις ως μπαμπούκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)

Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι

Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified