Further tags

Η κοινωνική κριτική. Ο όρος προέρχεται από τα κουτσόμπολα, που είναι τα μπαλκόνια στα στενά σοκάκια της Κέρκυρας. Οι κυράδες βγαίνανε σ'αυτά και κουβεντιάζανε.

- Εμπάτε μέσα να μαγειρέψετε κι αφήστε το κουτσομπολιό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός αυτός κατά άλλους προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής πολλών κατοίκων της Ηπείρου, το οποίο χαρακτηριζόταν κατά το παρελθόν κυρίως από έντονη βραχυκεφαλία (υπερβραχυκεφαλοποίηση), δηλαδή πλατύ κρανίο, φαρδύ µέτωπο (πλατυινία), πρόσωπο τριγωνικό σαν ανάποδο Δ.
Οι Χούλσε - Σράιντερ καθώς και ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός λένε οτι οι απομονωμένοι ορεινοί πληθυσμοί έχουν τάσεις υπερβραχυκεφαλοποίησης (π.χ. Αυστρία, Ελβετία, Ήπειρος), η οποία έχει υποχωρήσει λόγω των μεγάλων μετακινήσεων των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια. Η υπερβραχυκεφαλοποίηση δίνει στο πρόσωπο χαρακτηριστικά που θυμίζουν παγούρι (ανάποδο Δ, πλατύ μέτωπο) και γι'αυτό είχαν ονομαστεί παγουράδες ή παγουροκέφαλοι.
Άλλωστε και οι γείτονες κάτοικοι της Άρτας αποκαλούνται -κυρίως από τους Γιαννιώτες- νερατζόκωλοι, στοχεύοντας κι εδώ τον χαρακτηρισμό σε ανατομικό στοιχείο.

- Καλά Νίκο είσαι σίγουρα Ηπειρώτης και δεν το ξέρεις, έχεις το κλασικό παγουροκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό αντίστοιχο του Α.Α. που λένε οι φαντάροι που υπηρετούν στη Ρόδο. Βγαίνει απο το "'έν εφάνη" στην τοπική διάλεκτο.

-Τσαμπίκος Τσαμπικάκης;
-Απών. Εν Εφάνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).

Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).

Φιλούθκιααααα!

(από Khan, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.

Τι μας λες ρε μπανταβέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός περιοχής Πατρών και περιχώρων (Αχαγιά). Αγνώστου προλεύσεως και αμφιβόλου νοήματος.

Χρησιμοποιείται σαν κρυφός-άσσος-στο-μανίκι όταν μια πρόταση περιπέσει σε τελματώδη κατάσταση και απ' την οποία δεν φαίνεται να μπορεί να βγει κάποιο σαφές νόημα.

Άγνωστο επίσης παραμένει το εάν και πώς θα μπορούσε να έλκει την καταγωγή της από το γνωστό σε όλους «δικάστηκε ερήμην», δηλαδή παρά την απουσία του.

- Ρε μηνάρια, μην είδατε τον Λάμπρο ρε;
- Ερήμην φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιζέλια, ο αρακάς (στην Πελοπόννησο).

Σήμερα θα φαμε μπίζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος, ο γνωστός, ο συγχωριανός.
Χρησιμοποιείται σε τοπικές διαλέκτους.

-Που 'σαι ρε φούλη; Καιρό έχεις να φανείς στο καφενείο...
-Φτιάξε έναν καφούλη και άσ 'τα λόγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά: ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός.
Θηλυκό: γκασμαδοπούλα.

Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (βλέπε παρόμοια ερμηνεία και για το παγουράς).

Οι γκασμάδες είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, κάνουν κλίκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified