Further tags

(κρητική διάλεκτος)
Καυλώνω / θέλω να κάνω σεξ και τρίβομαι στους άλλους /-ες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις κατσίκες, αλλά το χρησιμοποιούν και οι ανθρώποι μεταξύ τους.

Μου φαίνεται πως το Μαριώ θυμίζει, γιατί όλη με τριγυρίζει και μου πετά διάφορα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Συμφορά μας (η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή του Αποκόρωνα).

Ηγούγια μας μ' αυτό που πάθαμε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Kρητική διάλεκτος)

Δεν έχουμε τη δύναμη που απαιτείται (όχι μόνο τη σωματική). Χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή του Αποκόρωνα.

Το σακί είναι 50 κιλά... φίκιο σου που θα το σηκώσεις!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.

Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.

Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουτάκι στην διάλεκτο των αυτόχθονων κατοίκων της φανταστρουμφικής Μποχαλίας.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε μεταλλικό κουτάκι / δοχείο, αλλά κυρίως περιγράφει το αλουμινένιο κουτάκι αναψυκτικού.

Η προέλευση της λέξης πιθανώς οφείλεται στην χρήση του τσίγκου (tin - κασσίτερος) για την κατασκευή παλαιότερα μεταλλικών δοχείων. Υπάρχει προφανής σχέση με το κρητικό Τσιγκάκι.

Η σχέση του όρου με τον παραλιακό οικισμό Τιγκάκι της αξιολάτρευτης Μποχαλίας, μόνο ως σύμπτωση μπορεί να ερμηνευτεί.

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφταΰρ: Η 7UP στην αξιαγάπητη Μποχαλία.

Προκύπτει από την ανάγνωση των τριών χαρακτήρων που συνθέτουν το αγγλικό όνομα του προϊόντος, ωσάν να ήτο αυτοί ελληνικοί.

Πίνεται συνήθως παγωμένο σε κουτάκι ασορτί, που στην Κώτικη ντοπιολαλιά το λένε Τιγκάκι (το).

- Ένα τιγκάκι εφταΰρ παρακαλώ.
- Σε μποχάλι σε χαλάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμφορά αλλά και γεγονός που προκαλεί αναταραχή και φόβο. Τοπικός ιδιωματισμός της Πελοποννήσου, κυρίως της Μεσσηνίας.

Σε σχετικό λεξικό εμφανίζεται ως

  • σουβή: συμφορά
  • σουβή μεγάλη: μεγάλο τράκο, μεγάλο κακό (εδώ να μου επιτραπεί μια παρένθεσις: το να μεταφράζεις έναν τοπικό ιδιωματισμό με μια λέξη όπως το τράκο είναι απαράδεχτο, δεν είναι μόνο αργκό αλλά και αρκετά προβληματική ως προς την σημασία της)

Έπαθα μια σουβή, πλημμύρισε το γραφείο. Τρεις ώρες σφουγγαρίζαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και στον ενικό, νιτερέσο.
Συμφέροντα, σχέση.

Η λέξη “νιτερέσα” (δηλαδή ιντερέσα=συμφέροντα) έχει επτανησιακές ρίζες.

  1. Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια.

  2. Τι νιτερέσα έχεις εσύ μ αυτόν ωρή; (μάνα που έμαθε για τα γκομενιλίκια της κόρης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος)
Δεν αφήνω κανένα ωζό στο κουράδι κάποιου (σφάζοντας, κλέβοντας ή δηλητηριάζοντάς τα συνήθως).

Τους νόμους της ζωοκλοπής τσ' άγραφους θα εφαρμόσω
κι όποιοι μου σφάξουν ένα ωζό θα τους ξεκουραδώσω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βοσκαρούδι: ο μικρός βοσκός.

- [i]Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη απού γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και μπουχιουντίζω[/i].

βούι: το βόδι.

- Έχω 5 βούγια και αναθρέφω.

έκεια / εκειά: εκεί.

- Άμε εκειά που σου 'πα και μη χασομεράς.

καλιά: καλύτερα

μαντρατζής: αυτός που βοηθάει να μπουν τα ωζά μέσα στην μάντρα

- [i]Μου 'μπεψε με το μαντρατζή σημείωμα στα όρη
πως δεν παντρεύγεται βοσκό καλιά γεροντοκόρη[/i].

μαρόπα / μαρόπι / μαροψάρι: προβατίνα/το θηλυκό πρόβατο.

- [i]Από τα 'ζα μου ήσφαξα σαράντα μαροψάρια
και τα 'παιξα μονοβραδύς και τα' χασα στα ζάρια[/i].

μουρέλο: το μικρό ελαιόδεντρο. Όταν κάποιος είναι περπατάει αφηρημένος και κάνει κάποια χαζομάρα(πχ κουτουλήσει κάπου, μπει σε γυναικείες τουαλέτες, κτλ) μπορεί κάποιος να του πει ειρωνικά «το νου σου στα μουρέλα», που σημαίνει «πρόσεχε μην χτυπήσεις σε κανένα μουρέλο έτσι αφηρημένος που είσαι».

- Το νου σου στα μουρέλα!

παντέρμος: ο κακομοίρης / αυτός που το έχει αφήσει μόνο του (έρμο) ακόμα κι ο Θεός. Πολλές φορές αποκαλούν «παντέρμη» την τσουτσούνα τους.

- Δεν το βλέπεις πως είναι; Δώσ' του μωρέ του παντέρμου ένα κομματάκι ψωμί να φάει.

παντονιέρνω / παντονιάρω: στην πάντα, βάζω σε δεύτερη μοίρα (προφέρεται και ως μπαντονιέρνω).

- [i]Τη βέργα μου επαντόνιαρα και μπλιο δεν βάνω βούργια
γιατί 'πες πως δεν θες βοσκό αγάπη μου καινούρια[/i].

πορίζω: βγαίνω.

- Πόρισε στο παράθυρο να σε δω λιγάκι.

στειρωγήτσικο: το στείρο κατσίκι.

- [i]Επλέρωσα ο δυστυχής τσ' αγάπης τα σπασμένα
κι όλα τα στειρωγήτσικα τα πούλησα για σένα[/i].

ωζό: το ζώο.

- Κοίτα ρε μαλάκα μπροστά σου και μην πηγαίνεις σαν το ωζό.

ωψές: χθες.

- Ωψές επήγες να μαζέψεις τσ' ελιές γη με ξέχασες;

Στο κείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified