Further tags

Η υπερβολική συγκέντρωση αντρών (λοστοί) σε δημόσιους χώρους. Χρησιμοποιείται ως «εξευγενισμένο» συνώνυμο για τον αρχιδόκαμπο, την ψωλαρία, αποφεύγοντας τουλάχιστον την καφρίλα που συνήθως διέπει τέτοιες παρέες. Η παρομοίωση με λοστούς δεν είναι καθόλου τυχαία.

- Τι κάνατε τελικά ρε Χρυσοβαλάντη χθες; Βγήκατε με τα πιπίνια που μου έλεγες;
- Μπα τίποτα ρε συ, λοσταρία βγήκαμε τελικά, δέκα μουλάρια... Λες και επιστρέψαμε από διάρρηξη ήμασταν...

(από GeorgeKen, 28/07/11)(από GeorgeKen, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Mπω Μπρυμέλ, ο ομορφονιός, ο γαμίκουλας, ο γκραν γαμάω.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα. Η ετυμολογία πιθανώς να είναι εκ του ιταλικού baci ή του γαλατικού célibataire.

- Ο άρειος πάγος πρότεινε παραγραφή Τζοχατζό για τα υποβρύχια που γέρνουν...
- Τη γλίτωσε, ο καλιμπατσέρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι, όχι με την καλή έννοια.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα.

- Γαμώ το συσελέκι σου μέσα, αχλαδομουνοπατσαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και καρύτζαφλας (αν είσαι του δρόμου και 'τσι...) Είναι σημείο του ανθρώπινου σώματος από το οποίο συνήθως πιάνεις κάποιον για να τον απειλήσεις/εκφοβίσεις. Επίσης μπορείς να χτυπήσεις και κάποιον εκεί. Τώρα το πού είναι ακριβώς δεν ξέρω... Περιμένω βοήθεια!!!

Και τον πιάνω ρε Μάκη από το καρίτζαφλα, και του λέω «Πούστη θα πεθάνεις»...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καβγάς.

Δε μιλάμε για οποιοδήποτε καβγά μικρής κλίμακας πχ σε προαύλιο σχολειού, μεταξύ γυναικών ή απλό βρισίδι, μιλάμε για μεγάλο, τρικούβερτο, απ' αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες: ξύλο όλοι με όλους.

Επίσης περιγράφει μια μεγάλη ταραχή, πχ ένα πολύ θορυβώδες πάρτι.

- Μια κουβέντα μονό χρειάστηκε για να πλακωθούν οι δυο παρέες. Μέσα σε λίγα λεπτά όλο το μαγαζί έπαιρνε μέρος στον καβγά. Αναποδογύρισαν ποτήρια, έσπασαν ποτήρια, έγινε εκεί μέσα το μαλλιοβράσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή λέξη η οποία έλκει την καταγωγή της από τα μπουρμπούλια, ετήσιο χορό της περιόδου του καρναβαλιού στον οποίο οι άντρες παρουσιάζονται κανονικά σε αστική εμφάνιση ενώ οι γυναίκες κρύβουν την ταυτότητα τους με τη βοήθεια ενός ντόμινο.

Η μεταφορική σημασία της λέξης αναφέρεται σε γυναίκες τις οποίες δε θα τις πλησίαζες εάν δε καλυπτόντουσαν από τη μυστηριακή μαύρη στολή.

- Έλα ρε παιδάκι μου τι 'σαι συ, για γύρνα να σε δούμε λίγο...
- Ωχ τι ναι αυτό το μπούρμπουλο ρε μινάρα;
- Απαπαπά μακρυά! Έλα...τρεεέχουμε με το ντόμινο!

(από Khan, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified