Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.
Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι αυτός που έχει απομείνει.
Το βράδυ δε θα μαγειρέψω. Θα φάμε απ’ τα μεινεμένα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι "το ψάρι «χριστόψαρο» (zeus faber). Επειδή έχει δύο σκούρες κηλίδες στις πλευρές του, ο ελληνικός θρύλος λέει ότι το είχε πιάσει ο Χριστός και άφησε τα αποτυπώματά του. Για τους Κερκυραίους, λόγω δυτικών επιρροών, το είχε πιάσει ο άγιος Πέτρος. Από το ιταλ.«San Pierro», «άγιος Πέτρος»". (Δες).
Βγάλανε απ΄ τη θάλασσα κι έναν σαμπιέρο.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο κακόκεφος, ζαλισμένος.
− Συνήλθε από τη νάρκωση; − Ακόμα μισοκούντελος είναι. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει άνθρωπο με μεγάλα αφτιά.
Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι οι φλόγες, ιδιαίτερα της πυρκαγιάς.
−Ποιος πήρε την πυροσβεστική; −Εγώ. Στο μπαλκόνι καθόμουνα και είδα τον λάμπαδο να πετάγεται στο βουνό. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία του Πλωμαρίου της Λέσβου είναι η σφαλιάρα και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.
Α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η απερισκεψία, η κουτουράδα.
Μια ζωή όλο κουτραμπανιές κάνει.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο απερίσκεπτος, ο κουτουρατζής.
Μια ζωή κουτραμπάνης ήτανε. Κάποτε πήγε και έπαιξε όλες τις οικονομίες της γυναίκας του στο χρηματιστήριο. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματισμός που δηλώνει την επίμονη στάση κάποιου σε ένα ζήτημα.
Η-Κορνιλία θες να πάμε στο σπίτι του Γιώργου?
Κ-Μπα, δεν ψήνομαι πολύ μωρέ Ηλέκτρα
Η-Έλα Κορνιλια! Σε παρακαλώ!
Κ-Όχι σου είπα... μην επιμένεις!
Η-Έλα κάν'το για εμένα.
Κ-Πω ρε Ηλέκτρα! Σταμάτα πια! Έχει κολλήσει η μύξα σου!
Got a better definition? Add it!
Published