Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «τα άλλα» είναι μία έκφραση με διάφορες έννοιες. Για παράδειγμα, μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος ως: «για τα άλλα» , αντί να πει «για το πούτσο». Επίσης, η έκφραση αυτή μπορεί να χαρακτηρίσει καταστάσεις μεγάλης έντασης και φασαρίας. (βλ. τζάρτζαλο)

  1. -Ρε φίλε ψάχνω μια δικαιολογία να χωρίσω τη Μαίρη και δεν βρίσκω!
    -Είσαι για τα άλλα..!

  2. -Πήγες χθες στο πάρτυ των λυκείων;
    -Ναι φίλε μου, άσε χαμός. Για τα άλλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το ραδιόφωνο, ως ένα κουτί από το οποίο όλη τη μέρα ακούγεται θόρυβος ή/και καβγάδες. Συνώνυμα: ζαλίστρα, μπεναβοκουσκούσι.

(Στις μέρες μας βέβαια, με τις παραθυρομαχίες, η λέξη μας θυμίζει μάλλον την τηλεόραση).

Άντε μωρή, ξεκούνα, όλη τη μέρα στην καβγαδοκουτού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified