Further tags

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.

Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).

Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.

  1. Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!

  2. Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υστερών ως προς το μέγεθος πέους.

Συνώνυμα: μικροτσούτσουνος, μπάμιας, μικροπούλης, μικρός και τριανταφυλλένιος ή Πέτρος Φιλιππίδης. Το αντίθετο είναι ο ένας και μοναδικός Δάσκαλος, ο Γκουσγκούνης ο Μέγας.

- Τάκη, για την Ελένη τά 'μαθες;
- Τι έγινε;
- Άρχισε να βγαίνει με το Νίκο. Εγώ λέω την κανονίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Και πριν από μια βδομάδα την είχα γαμήσει. Και τώρα μ΄ έφτυσε γι΄ αυτόν τον μικροψώλη;
- Γυναίκα φίλε μου, πουτάνα δηλαδή.
- Όχι πουτάνα ρε φιλάρα. Καριόλα είναι!

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο χλευαστικό πολιτικό μπινελίκι, συνδυάζει τα νεοφιλελεύθερος και λελές.

Πρόκειται για συνονθύλευμα εκκεντρικών και απροσάρμοστων μεγαλοαστών χωρίς κομματική στέγη. Το πρόθημα νεο- προσδιορίζει περισσότερο το ότι έχουν όψιμα μεταπηδήσει από άλλες εξ ίσου απροσάρμοστες κοινωνικοϊδεολογικές τοποθετήσεις και λιγότερο κάποια ειδοποιό διαφοροποίησή τους από τους απλούς φιλελέ.

Χαρακτηριστικά, πολλοί σημαίνοντες νεοφιλελέδες υπήρξαν στη νιότη τους μαρξυστές – κυρίως οπορτούνες του κοσμοπολίτικου αναρχοαριστερού χώρου, ποτέ σταλίνες (βλ. πιχί Πέτρο Τατούλη). Άλλοι ξε-πήδησαν από τα αγωνιζόμενα ΛΟΑΤ (βλ. τον πρόεδρο της Φιλελέ Συμμαχίας Γρηγόρη Βαλιανάτο). Υπάρχουν δε και σπάνιες περιπτώσεις πρώην αγριοχρίστιανων νεοφιλελέ (βλ. περίπτωση Στέλιου Ράμφου).

Σε αντίθεση με τους παραπάνω (πλην Ράμφου) που τουλάχιστον γαμήσανε στα νιάτα τους, οι νεοφιλελέ πιτσιρικάδες αναμένεται να γεράσουν χωρίς ιδιαίτερα ευχάριστες εφηβικές αναμνήσεις. Τους ξεχωρίσεις από τα λοιπούς λελέδες γιατί στα Starbuck’s κυκλοφορούν με Blackberry, ποτέ iPhone. Τα iPhone δεν είναι αρκετά κόρπορατ. Στις σπάνιες δε περιπτώσεις ερωτικής ή αυτοερωτικής κορύφωσης, οι νεαροί αυτοί φωνάζουν με νόημα «μα ποιος είμαι, ο Τζον Γκαλτ;»

Η κοσμοαντίληψη των νεοφιλελέ είναι εξόχως αντιτουριστική, ειδικά σε ένα κράτος που στηρίζεται σε αναπτυξιακό μοντέλο πελατειακών σχέσεων κομμάτων-ψηφοφόρων. Ο μεγάλος τους καημός δεν είναι ότι το κράτος δεν τους διορίζει, αλλά το ότι υπάρχει κράτος. Δεν τους ενοχλεί ο καπιταλισμός, αλλά η ουσιαστική ανυπαρξία του στην Ελλάδα. Βγάζουν φλύκταινες γιατί ο πολιτικός λόγος της λαϊκής δεξιάς της Νέας Δημοπρασίας τους θυμίζει Παπαρήγα, ενώ ακόμα το φυσάνε και δεν κρυώνει για το απονενοημένο πείραμα ένταξης των Ανδριανόπουλου και Μάνου στο μΠΑτΣΟΚ του Global Thinker.

Ανεκτικοί, πλουραλιστές, προασπιστές της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ανθελληνάρες, αρνησίθεοι φωταδιστές, σιωνιστές, αμερικανοτσολιάδες, φασιστόμουτρα; Εεεεσείς αποφασίζετε!

Πάσα: Μύστερ Κάδμος, δουπού.

- φιλε σπυρο δεν ειμαι νεοφιλελες αλλα δεξιος...επισης θεωρω αντεθνικο ενας πατριωτης να καταντα να υποστηριζει πως δεν υπαρχει αλλη λυση απο την αριστερα για να σωθει το εθνος...
(εδώ)

- Από τον ιεροεξεταστή νεοφιλελέ αριστερό και την περίτεχνα στολισμένη του μισανθρωπία, έφτασα να προτιμώ τον χρυσαυγίτη
(εκεί)

- πασχο ασε κατω το στρατο και την καταστολη
ξερεις πολυ καλα σαν νεοφιλελες που εισαι πως ακομα και εαν καταργησεις το κοινωνικο κρατος 3 πραγματα χρειαζεσαι σε ενα ιδανικο νεοταξιτικο κρατος : πολιτικους δικαστες καταστολη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.

Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.

- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...

Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.

Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.

Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.

Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.

- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...

Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).

  1. - Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..

  2. Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified