Further tags

Εκφέρεται ως κοσμητικό επίθετο προς δύο τουλάστιχον μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων:

Θηλυκό: σαπιοκωλού.

- Κάποια σιχαμένη βρωμόπουστα, κάποιος ξεκωλιασμένος άνθρωπος, κάποιος πουτάνας γιος, κατάπτυστος, βδελυρός, επαίσχυντος, γαύρος, αρχίδι, μουνόπανο, μουλόσπερμα, σαπιοκωλάκιας μου κάνει βουντού. Άμα τονε πετύχω θα του γαμήσω τα πάντα...
(εδώ)

- ω, πόσο ανόητος, βλάκας, ηλίθιος, μαλάκας, ξεκωλιάρης, σαπιοκωλάκιας, σαβουρογάμης, παπαροκαύλης ήμουν...
(εκεί)

- Μην ξεχνάς πως αν είναι κάποιος που βλέπει από πρώτο χέρι τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αυτός είμαι εγώ...Και δε μιλάω για παππούδες ή έστω για πατεράδες, αλλά για 25 χρονών παιδιά με εμφράγματα! (το ρεκόρ μου είναι 23 ετών :-Ρ). Αυτά που γράφω αντικατοπτρίζουν μονάχα την προσωπική μου σκωπτικήμε αρκετές δόσεις σαπιοκωλακισμούοπτική την οποία έχεις βέβαια δικαίωμα να απορρίψεις και να με βρίσεις...
(παρακάτω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύγχρονη διασκευή της φράσης λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι, ατάκτως ερριμένοι, όπως αποδόθηκε από διάσημο μηχανουργό, εργαζόμενο στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, (περί των οποίων πολύς ο ντόρος τελευταίως) και η οποία έχει ευρέως εξαπλωθεί στο σινάφι εκεί κάτω, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται από πολλούς που αγνοούν την «αυθεντική» της μορφή.

Η έκφραση περιγράφει μία γενική κατάσταση μπουρδέλο, με πεταμένα αντικείμενα δεξιά και αριστερά, γενικώς μία κατάσταση σπατάλης ή ζημιάς που φέρει καταστροφικές συνέπειες. Η εν λόγω φράση απενδεδυμένη πλήρως της πρωταρχικής αρχαϊκής εκφοράς της, προσαρμόζεται στα σημερινά δεδομένα χρησιμοποιώντας ιδιώματα «της πιάτσας» (πούτσες)...

- Μας φέραν το φορτηγό για επισκευή... Και το θένε σε 3 μέρες! Τι λέει ρε το αφεντικό! Εδώ μέσα γίνεται «βίδες, πούτσες, λάστιχα, ατάκτως ερριμμένα»! Εκτός από τα διαφορικά και το φανάρι, ο πούστς είχε βρει και από κάτω, στο σασί! Να μην πω για τη βαλβίδα κεφαλής που μάλλον έχει κάψει... Αύριο θα ξέρω πόσο θα κοστίσει και μετά θα του πούμε το πότε θα το πάρει, πες στο αφεντικό!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με σλαβική εσάνς.

Δίνει πολύ λιγότερα χιτς στον γούγλη, από ό,τι ο παπάροβιτς αλλά και πάλι αρκετά. Το βρίσκουμε συχνά από κοινού με το παπάροβιτς σε υβριστικές κλητικές προσφωνήσεις ή εκφράσεις όπως «ο κάθε μαλάκοβιτς» (βλ. παράδειγμα 1). Σε αντίθεση όμως με το παπάροβιτς, το μαλάκοβιτς χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο για να χλευάσει αθλητές και προπονητές από την Πρώην Γιουγκοσλαβία ή άλλες σλαβικές χώρες. Ειδικά είναι το λοιδωρητικό νικ των Bozidar Maljkovic, Yaka Lakovic Ivan Miljkovic.

  1. Από εδώ:

ο καθε παπαροβιτς και ο καθε μαλακοβιτς της τηλεορασης.
Ο ουρι γκελερ ποιος στον κορακα ειναι;

(σ.ς.: Αυτός! 1-0).

  1. Από βαζελοφόρουμ:

ΑΡΧΙΔΙΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ..ο αγκαμεζ ειναι πολυ πανω απο τον μαλακοβιτσ..πολυ πιο μικρος,πολυ πιο αλτικος,πολυ πιο δυνατος,πολυ πιο εξελισιμος.

  1. Από γαυροφόρουμ:

Αρκετα καλοι οι Ζιζιτς, Κολιεβιτς και Σοφο αμυντικα! Απο τον Ευρυπρωκτιακο πολυ καλος ο μαΛακοβιτς, ο Διαμαντιδης και ο Πιτσιλκας!Ρομπες εισαστε βαζελακια.......εχετε ομαδαρα (και καλα) και χωροπηδανε τα παιχτακια σας σαν κατσακια........σαν τον Καραγκουνη για να παρετε κανενα φαουλ!! ΡΟΜΠΕΣ!

Γιάκα (μα)Λάκοβιτς, ενώ τον έχει πιάσει η γιουγκοσλαβία του. (από Khan, 26/09/10)Εδώ με την γιουγκοσλαβία του Μαλίκοβιτς (προπονητής) και του Βράνκοβιτς (αντικανονικό φιστίκι που δεν έπρεπε να μετρήσει) πήρε ο βάζελος ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (από Khan, 26/09/10)

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάρας με μια σλαβική εσάνς (νταξ, ως κατάληξη επωνύμων το -ιτς είναι συνηθέστερο στους Σέρβους, αλλά υπάρχει και σε πολλούς άλλους Σλάβους με ποικίλες διαφορές στην προφορά που δεν μπορεί να αποδώσει το ελληνικό φωνολογικό σύστημα).

Το παπάροβιτς δίνει πάρα πολλά χιτς στο γούγλε. Χρησιμοποιείται πολύ ως ύβρη σε εκφράσεις όπως «τι λε ρε παπάροβιτς», γενικά πολύ ως υβριστική κλητική προσφώνηση, και επίσης σε διαπιστώσεις όπως «δεν μπορεί ο κάθε παπάροβιτς...». Πιθανολογώ ότι είναι φωνητικό θέμα. Το τι λε ρε παπάροβιτς είναι πολύ καλύτερο μετρικώς από το τι λε ρε παπάρα και λόγω της παραπάνω συλλαβής και γιατί συνδυάζει ένα Χονολουλού φωνήεν με τρία Ταγκανίκα, ενώ το παπάρα με τα τρία ταγκανίκα αποδεικνύεται πολύ λίγο, όταν θέλεις να γεμίσεις το στόμα σου με την περιφρόνηση του συνομιλητή σου.

Σημειωτέον ότι η ενδεκάδα της Εθνικής Σλανγκοσλαβίας περιλαμβάνει τον ποδοσφαιριστή δεντηβρίσκοβιτς, τον μαστούροβιτς, τον τζούροβιτς, τον μπασκετμπολίστα τούβλοβιτς, την μπαζάρεβιτς, την Τσόλοβιτς, την ντρούλιτς, την σάντομουνιτς, τον μπάγεβιτς, τον παπάροβιτς και τον μαλάκοβιτς.

  1. Φιλολαϊκός ατονιστης εδώ:

Επειδη λοιπον ο καθε παπαροβιτς δεν ημπορει να πεταει μια μπαρουφα αλλωστε δωρεαν ειναι ετουτες, καλο ειναι να ρωτησει καποιον επιχειρηματια τι υποχρεωσεις εχει εκει ή να ψαξει στον ιστο να τις βρει. Βασικο αυτο φιλτατε. Να αντιγραφουμε ενα μοντελο σωστα και οχι εκ του πονηρου μισο και στα μετρα που δεν συμφερουν τον λαο.

  1. Έτερος ατονιστης εδώ:

καθε μερα καποιος παει λεει στο αγιο ορος και του λεει μια προφητεια.....πότε ειναι ο γεροντας μπαρουφιος,πότε ο γεροντας παπαροβιτς ο ησυχαστης και πότε ο γεροντας κουνελοφαγος ο αναχωρητης

  1. Διένεξη μεταξύ ατονιστων σε μπουρδελοφόρουμ αχαχαχαχαχα ηρθε ο παπαροβιτς μια μερα και 500 ποστς μετα, να αμφισβητησει τα αυτονοητα.....
    αχχαχαχαχαχαχαχχχααχααχχαχαχχα
    σε εχουμε μαθει ρεεεεεεεεε καραγκιοζηηηηηηηηη
    παιρνε εσυ τους πακιστανους που ειναι σε αφθονια, και ασε με εμενα να κυνηγαω τις δυσευρετες ρωσσιδες παπαροβιτς!

(σ.ς.: Βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι ατονιστες αρέσκονται ιδιαίτερα στον όρο παπάροβιτς).

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει νεαρό, καλοσχηματισμένο και κοντό κοπελάκι. Όχι όμορφο αλλά ναζιάρικο. Σα τη Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στην πουτανί εκδοχή της. Κάτι σαν το καβλοράπανο αλλά στο πιο πρόστυχο. Στην τελειότερη εκδοχή της, η πουτανοσκουφίτσα διαθέτει αθώα φατσούλα που παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικά όνειρα.

Συνήθως χώνεται σε μια παρέα, την πέφτει σε όποιον τον έχει φάει η μαλακία περισσότερο απ' τους άλλους, πηδιούνται για μία και μοναδική φορά, και μετά την πέφτει κάθε μέρα και σε άλλον απ' την παρέα. Εννοείται ότι στον επόμενο λέει ότι ο προηγούμενος τον είπε «μαλάκα» προκειμένου αυτοί να τσακωθούν και αυτή να καλύψει τα ίχνη της. Αυτό το βιολί συνεχίζεται μέχρι να κάνει όλη την αντροπαρέα ένα μάτσο χάλια ή και μουνί καπέλο. Εξαφανίζεται το ίδιο αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

Η αναφορά στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι τυχαία. Η παραμυθένια ηρωίδα εμφανίζεται ως αθώα παιδούλα στην αρχή, αλλά στο τέλος τον λύκο τον ξεφυτίλιασε (όρος που θα προστεθεί στο μέλλον).

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα λήμματα πουστρόλυκος και πουστρογυριστούλης.

- Τι έγινε ρε μαλάκα; Πού χάθηκες;
- Εγώ πού χάθηκα; Εσύ έχεις να πάρεις τηλέφωνο από πέρσι. Και δε μου λες μπάϊ δε γουέι, με κείνη τη ψιψινέλ τη Μαρία τα έχεις ακόμα;
- Όχι ρε. Χωρίσαμε σχεδόν την ίδια μέρα. Εξαφανίστηκε, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Εγώ νόμιζα ξαναγύρισε σε εσένα.
- Παπάρια γύρισε σε εμένα. Μας έκανε όλους άνω κάτω και εξαφανίστηκε η πουτανοσκουφίτσα.

Πού είναι ο λύκος να του ρίξω ένα μουνί; (από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του «να πα να γαμηθεί» ξάδερφο λήμμα του «δεμπαναγά» εκ του «δε μπα να γαμηθεί». Χρησιμοποιείται κυρίως απαξιωτικά για το άτομο ή το αντικείμενο στο οποίο αναφερόμαστε.

Είναι μια έκφραση φιλική για τα παιδιά, καθώς δεν βρίζουμε με την ουσιαστική έννοια του λόγου, αλλά περνάμε το νόημα που θέλουμε. Συνοδεύεται πάντα από ρυτίδες έκφρασης στο μέτωπο της κεφαλής, και σηκωμένο χέρι (σε διάταση / παλάμη ανοιχτή) δείχνοντας τα βουνά.

- Γιάννη, πήρε τηλέφωνο ο Ταδόπουλος.
- Σοβαρά; και τι θέλει ο μάλαξ;
- Το ενοίκιο του προηγούμενου μήνα
- Μα το έχω καταθέσει στον λογαριασμό του μέσω ΓουίνΜπάνκ!!!! (με σηκωμένο χέρι, τσαντίλα / απαξίωση). Άϊντε ναπαναγά!

(από perkins, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψώλαρχος είναι αυτός που όχι μόνο έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη αλλά επιδίδεται συνεχώς και καθημερινά σε διάφορες ψωλιές με τέτοια πειθαρχία που θα εντυπωσίαζε και τον διοικητή του Κ.Ε.Ε.Δ (Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων).

Χαρακτηριστικό του ψώλαρχου, η απάθεια που δείχνει στην ομήγυρη μετά το πέρας της εκάστοτε αποστολής (ψωλιάς). Ο συνειδητοποιημένος ψώλαρχος δεν παίρνει ποτέ αιχμαλώτους (η ψωλιά που θα κάνει είναι σχεδόν πάντα critical) και μάλιστα δεν του περνάει ποτέ από το μυαλό ότι η πράξη του έχει καταστροφικές συνέπειες για τους γύρω του, ενώ ενίοτε μάλιστα πιστεύει ότι λειτουργεί για χάρη της μακροημέρευσης και ευδαιμονίας ημών.

Φήμες λένε ότι μπορείς να τον αναγνωρίσεις εύκολα από τις 2 φλόγες και την χρυσή ψωλή που έχει στο πέτο του, όμως επειδή δεν υπάρχουν επίσημες μαρτυρίες για κάτι τέτοιο, είναι πιθανότερο να τον αναγνωρίσετε πχ. στο πρόσωπο του ταρίφα που αλλάζει λωρίδες απροειδοποίητα και άνευ φλας, στο πρόσωπο του δημάρχου που θα υπογράψει μια σύμβαση η οποία θα αλλάξει προς το χειρότερο τη ζωή των κατοίκων του δήμου του για τα επόμενα 43 χρόνια, στο πρόσωπο του μπάτσου που θα σε γράψει χωρίς κανένα λόγο και θα σου κάνει και μάθημα περί συμπεριφοράς από πάνω, κτλ.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με τον απλόψωλίστα, ο οποίος είναι κάμποσες κατηγορίες κάτω στην ιεραρχία. Το κοινό τους σημείο είναι ότι και ο ψώλαρχος από ψωλίστας μάλλον ξεκίνησε κατά πάσα πιθανότητα.

Η παραδοχή δε, του να γεννηθεί κάποιος απευθείας ψώλαρχος προκαλεί ρίγος ακόμα και στη σκέψη και δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν μπορεί (τουλάχιστον) επιστημονικά να αποκλειστεί.

- Καλά, τις προάλλες στην Βουλιαγμένης μού μπήκε ένας ταρίφας από δεξιά σφήνα χωρίς φλας ...
- Έπεσες μάλλον σε μεγάλο ψώλαρχο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πούστης.

Η λέξη δεν αποτελεί γλοιώδη καθωσπρεπισμό όπως το φούστης ή το μαμάω (τους οποίους και καταδικάζει πάραυτα ο γράφων), αλλά πρόκειται για υπερπαλιά και σλανγκικώς δόκιμη ορολογία.

Η ηχητική της ομοιότητα με το πούστης συνδυάζεται άριστα με την κυριολεκτική της σημασία (αυτός που λούζει, δηλ. ο κομμωτής, ή ακόμα χειρότερα, το τσουτσέκι του κομμωτή) και λόγω της υπερβολικά μεγάλης συγκέντρωσης ντιντήδων στους κόλπους τής κατά τα άλλα ευγενούς κάστας των κομμωτών, την καθιστά μια ιδιαίτερα εύστοχη επιλογή.

Καφενείο στα Πατήσα που συχνάζαμε προ εικοσαετίας. Μπαίνει ο Πλάτωνας, λαχειοπώλης και τρελός του καφενείου. Όλος ο καφενές αρχίζει να μουρμουρίζει πνιχτά:
- Λούστης! Λούστης! Λούστης!
Ο Πλάτωνας τα παίρνει κρανίο και ορμάει σε όποιον βρει μπροστά του. Όλο το καφενείο αρχίζει τότε να φωνάζει:
- Αριδάς! Αριδάς!
Ο Πλάτωνας σταματάει ακαριαία σαν να είχε κουμπάκι και ταυτόχρονα σκάει τρελό χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.
Η φάση επαναλαμβάνεται καθημερινά για χρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα αγνώστου προελεύσεως (προφ ενδοπελοποννησιακή) που διαδόθηκε ευρέως με την ταινία «Τσίου».

Σημείωση 1: Ο γράφων την έχει ακούσει σε διάφορες φάσεις, όλες μετά την ταινία, όπως από φορτηγατζή στην Πατησίων, από γκόμενα προς άλλη γκόμενα κλπ και δεν αμφιβάλει για τη σλανγκύτητα της.

Σημείωση 2: Σε προσωπική κουβέντα με το σκηνοθέτη του «Τσίου» Μάκη Παπαδημητράτο, μου είπε ότι ούτε κι αυτός γνωρίζει την προέλευση της ατάκας καθώς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο και την είπε η ατομάρα που ακούει στο όνομα Ερρίκος Λίτσης (που υποδύεται το Στέλιο), όταν έμαθε ότι το όνομα αυτού που θα έβριζε ήταν Μπακατσιάκος τουτέστιν εξ Μάνης.

Στέλιος το στυλιάρι: «Πούστη Μπακατσιάκο, θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα-πέτρα!»

(από protnet, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified