Further tags

Το αντίστοιχο: "Άντε γ@μήσου" στην ποντιακή διάλεκτο.

-Φύγε ρε μαλακα σε λέω !
-Βρε δέβα γαμού κι εσύ !

Got a better definition? Add it!

Published

Αϊτιμάλε, με βαρύ βορειοελλαδίτικο λ. Συνώνυμο της φράσης "ό,τι να 'ναι", τόσο για τον χαρακτηρισμό καταστάσεων όσο και ανθρώπων, ενεργειών, αντικειμένων κ.α. Χρησιμοποιείται κυρίως στα χωριά της Δράμας, ίσως και αλλού.
Από το τραγούδι του Γιώργου Ξανθιώτη "Τσικουλάτα".

-Ρε μ@λ@κες δεν είπαμε ότι σήμερα θα πηγαίναμε για μπύρες ;!
-Εε είπαμε ρε Γιάντσο αλλά ο Λιάκος με τον Τότωρο πήγαν Θεσνίκη.
-Αϊτιμάλε είναι οι σαρσέμιδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο θρασύς αυτός βλάκας που συναντάται σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς, κυρίως λεωφορείων και μετρό, και που, με το που κάνει στάση το όχημα και ανοιγουν οι πόρτες, ενώ βλέπει ο εν λόγω βλάκας οτι το όχημα είναι φίσκα στον κόσμο, προσπαθεί να χωθεί κι αυτός και κάνει και υποδείξεις κιόλας λ.χ. "Κάντε πιο μέσα, έχει χώρο, είναι άδειο μεσα, προχωράτε..." !!

- Κάντε πιο μέσα, έχει χώρο, είναι άδειο μεσα, προχωράτε...
- Πού να πάμε ρε φισκάβλάκα, πού το βλέπεις άδειο, δεν βλέπεις οτι δεν χωράει ούτε καρφίτσα;;

Επίσης: φισκαμαλάκας, τιγκαβλάκας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ξεφτίλας αυτός τύπος που χρησιμοποιεί τον κώλο του για όπλο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Jason Spencer, εκλεγμένος εκπρόσωπος των Ρεπουμπλικάνων στην πολιτεία της Τζώρτζια των ΗΠΑ, που εμφανίστηκε στη τηλεοπτική σατυρική σειρά εκπομπών "Who Is America?" έπειτα από την εξαπάτησή του ώστε να συμμετέχει σε ένα εκπαιδευτικό βίντεο αντιτρομοκρατίας, στα πλαίσια του οποίου έκανε περίπου ό,τι ρατσιστικό πράγμα μπορεί να φανταστεί κάποιος – ενώ σε κάποια φάση πείστηκε να βγάλει και τον κώλο του έξω ως τελευταία άμυνα απέναντι στους πιθανούς ομοφοβικούς τρομοκράτες.

- Ξέρω και από όπλα, φιλαράκι! Ψάρωσες, ε;
- Χαχαχαχαχχ, τί να ψαρώσω ρε οπλοκώλη, να 'σαι καλά που με εκανες και γέλασα!

οπλοκώλης εν δράσει

Η σκηνή από τη σειρά (απο το 3:29 και μετά)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αποτελείτε από τρία συνθετικά μικρός+φαλλός+φάγος και αναφέρεται σε όποιον επιδίδεται σε κατανάλωση μικρών πεών. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά ασαφής και δεν είναι ξεκάθαρο αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβόλα, ή απλά περιγράφει την εν λόγω πρακτική. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι η λέξη είναι από τις ελάχιστες προσθήκες στην Ελληνική slang απο μη ελληνόφωνους καθώς η εφεύρεσή της αποδίδεται στον μαθηματικό Antonio Ricciardo.

-Καλά ρε Γιώργο, τι έμαθα μαλώσατε με τον Μήτσο; - Άσε ρε μαλάκα με τον μικροφαλλοφάγο !

Got a better definition? Add it!

Published

Η αστυνομία. Από εδώ ορμώμενος γράφω, αν και τη λέξη ούτε την ήξερα, ούτε την έχω ακούσει δια ζώσης. Πολύ περισσότερο δεν την έχω χρησιμοποιήσει, εφόσον ποτέ δεν εκφράζομαι απαξιωτικά για τα ένδοξα Σώματα Ασφαλείας, σα δε ντρεπόσαστε λίγο, αναρχοκουμμουνιστικά γομάρια.

Ευτυχώς είχε λάβει αυστηρές εντολές από την εκσυγχρονίστρια υπουργό Δημοσίας Τάξης, που το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να δημιουργήσει μια αστυνομία με ανθρώπινο πρόσωπο. Εξευρωπαϊσμός και μπατσία όμως συνδυάζονται? Αυτές εδώ μέσα πίστευαν ότι σέβονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν δε βαρούσαν μπουνιές αλλά κλοτσιές...Τέλος πάντων.

εδώ

[...]διαμαρτύρεται με αυτό τον τρόπο για το άθλιο κατηγορητήριο που κατασκεύασε η μπατσία και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να του κόψουν τις άδειες εξόδου που έπαιρνε κανονικά[...]

εκεί

Μπήκε μέσα στα πόδια κάποιων άλλων που κάνουν την ίδια δουλειά και μάλλον, τα έδινε σε πιο χαμηλή τιμή και τον κάρφωσαν στην μπατσία.

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη προερχόμενη (προφ) από τις λέξεις "τσούλα" και "άνδρας". Εξίσου -ίσως και περισσότερο- υποτιμητικό από την αντίστοιχη λέξη στο θηλυκό, σημαίνει όμως ακριβώς το ίδιο: ο άνδρας που κάνει σεξ με πολλές γυναίκες, σκοπεύοντας σε άλλου τύπου απολαβές (συνήθως οικονομικής φύσεως) πέραν της καύλας και της σεξουαλικής ικανοποίησης.

Παράδειγμα: -Θυμάσαι που ο Πέτρος με παράτησε γιατί δεν ήθελε σχέση; Ε, τώρα τα έφτιαξε με μια εξηντάρα πάμπλουτη, που τον σπίτωσε. -Τι τσούλανδρος ρε φιλενάδα είν' τούτος; Τζάμπα τα κλάματα που έριξες για πάρτη του.

Got a better definition? Add it!

Published

ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.

Συνήθ. στὴν φράσιν τῆς Ν. Ἑλληνικῆς “στὴν καραπουτσακλάρα μου”, δηλώνει πλήρη ἀδιαφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος.

- Δεν με εμπιστεύεσαι ρε;
- Τι λες ρε χλιμίτζουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified