Selected tags

Further tags

Το κυνήγι του δράκου είναι μέθοδος καπνίσματος του οπίου, ναρκωτικού πανάρχαιου, που καλλιεργείται σε τεράστιες εκτάσεις σε όλη την Ασία και αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή μορφίνης, ηρωίνης κ.α. ισχυρών οπιούχων. Στις κουλτούρες της Άπω Ανατολής, το όπιο είναι γνωστό ως δράκος. Από εκεί η έκφραση πέρασε στα αγγλικά (chase the dragon), διεθνοποιήθηκε και έφθασε και εις τα ημέτερα.

Βέβαια, το κάπνισμα του οπίου είναι ολίγον τι παλιομοδίτικη συνήθεια, έτσι η έκφραση έχει καταλήξει να αναφέρεται κατά κανόνα στο κάπνισμα της ηρωίνης, της πρέζας, αλλά και του φοβερού κρακ.

Το κάπνισμα αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις όπου η ενδοφλέβια ένεση («σουτάρισμα», «βάρεμα») είναι αδύνατη, είτε επειδή όλες οι φλέβες έχουν καεί, είτε γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν σέα (σύριγγες).

Περιγραφή. Η άσπρη σκόνη (που, παρεμπίπταμπλυ, απ' τις νοθεύσεις μόνο άσπρη δεν είναι), θερμαίνεται πάνω σε κάποιο είδος μετάλλου, συνήθως φύλλο από αλουμινόχαρτο. Απ' τη ζέστα λιώνει, και μετατρέπεται σε ρευστή καραμέλα, που κυλάει σαν μικρό ποτάμι ανάμεσα από τις «ρυτίδες» του αλουμινόχαρτου. Από την αχνιστή καραμέλα αναδύεται μια φίνα γραμμή καπνού, η οποία και πρέπει να κυνηγηθεί από το χρήστη, να γίνει δλδ εισπνοή της. Το κυνήγι γίνεται με τη βοήθεια μικρού σωλήνα/φυσούνας (συνήθως καλαμάκι, βλ. εικόνα 1). Οι σπείρες που σχηματίζει ο καπνός θυμίζουν ακριβώς τους φαντεζί κινέζικους δράκους με τις εντυπωσιακές ουρές (βλ. εικόνες 2-4).

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική διεύρυνση του όρου κυνήγι του δράκου, ο οποίος καλύπτει πλέον και την πρακτική του σνιφαρίσματος γραμμών κόκας με το κλάσικ τυλιγμένο χαρτονόμισμα ή με κάποιο άλλου είδους γιούφι (καλαμάκι). Το χρησιμοποιούν οι γνωστοί νεοπλουτιζέ χαΐστες, που αφενός κράζουν τους πρεζάκηδες για το χάλι και για τη φτώχεια τους, αφεδύο γουστάρουν να ξεσηκώνουν τα συνθηματικά τους. Έτσι είν' αυτοί οι χλιδάμπουρες, τα θέλουν μονά ζυγά δικά τους, και την αλητεία και το πλατινένιο ρουθούνι.

  1. - Καρντάσι ξεμείναμε από σέα, ούτε για δείγμα σε λέω.
    - Νομίζω έχει ο γέρος μου στο συρτάρι του κάτι σύριγγες της ινσουλίνης, για να πα να δω..
    - Άστο, γάμα το. Ετοιμάσου να κυνηγήσουμε το δράκο.

  2. - Ρε φίλε εσύ το 'ξερες ότι σε πολλές χώρες στην Ασία, κάποιοι φουμάρουν όπιο κι έτσι κάθε μέρα;
    - Καλά ρε μαλάκα που ζεις, μάθε λίγο ιστορία, άνοιξε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς.. Νομίζεις ότι θα 'χαν γίνει ποτέ όλα αυτά τα Σινικά Τείχη και τα παλάτια και οι σιδερόδρομοι και δε συμμαζεύεται, αν ο κινεζάκος ο εργάτης δεν είχε τη μαστούρα του, να ξεφεύγει λίγο απ' τη μαυρίλα της δουλειάς; Πολιτισμός και κυνήγι του δράκου πάνε πακέτο αγόρι μου, μην ακούς τι λένε οι γραβατάκηδες..

(από johnblack, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και ως βράχια, βράχοι. Αγγλιστί rocks. Μορφή ηρωίνης ή κοκαΐνης. Είναι κομμάτια ακανόνιστου σχήματος, που παρασκευάζονται με τη διαδικασία της συμπίεσης / πρεσαρίσματος / πατικώματος της σκόνης.

Εγχωρίως, τα βραχάκια είναι σχεδόν πλήρως ταυτισμένα με την κόκα. Όπως συνήθως συμβαίνει με τη σλανγκ των τοξικομανών, η λέξη δεν περιγράφει απλά τη μορφή του σταφ, αλλά διατηρεί και συνθηματική, ξεκαρφωτική αξία.

Τα βραχάκια παίζουν σε διάφορα μεγέθη. Από λίγα μιλιγκράμ έως κάποια γραμμάρια. Στην τελευταία περίπτωση δεν κάνουμε λόγο πλέον για βραχάκια, αλλά τουλάχιστον για βράχους. Σε ακόμη πιο χοντρές περιπτώσεις, μιλάμε για βουνά ή και παγόβουνα (που είναι και άσπρα).

Τα πιο γνωστά βραχάκια είναι τα κινέζικα, τα οποία παρασκευάζονται σε ευρωπαϊκά εργαστήρια, με βάση που έρχεται από Κίνα και Ινδονησία. Με τον όρο βάση αναφερόμαστε στο προτελευταίο στάδιο επεξεργασίας για τις σκόνες, τη συμπυκνωμένη πρώτη ύλη που σπανίως σκάει στη λιανική. Σε γενικές γραμμές η παρασκευή έχει ως εξής: σπάμε τη συμπυκνωμένη βάση με σφυρί και εν συνεχεία αναμειγνύεται με παρακεταμόλη (depon, panadol etc) και άλλες ουσίες. Το μείγμα μπαίνει στο μίξερ, μετά προστίθεται ασετόν (ξεβαφτικό για τα νύχια, παραισθησιογόνο ελαφράς μορφής) και ακολουθεί η συμπίεση σε ειδικό καλούπι. Η καθαρότητα των βράχων που προκύπτουν, κυμαίνεται γύρω στο 40-50%. Βράχια τέτοιας καθαρότητας δεν διακινούνται στις πιάτσες, όπου θα αρκεστείς σε καθαρότητα της τάξης του 20%.

Τώρα τελευταία έχουν στηθεί και εντός των συνόρων εργαστήρια κατεργασίας ναρκωτικών, καθώς οι ντήλερς φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπουν την παραδοσιακή εισαγωγή έτοιμου τελικού προϊόντος από το εξωτερικό, και στρέφονται στην υποστήριξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων...

- Και τι έκανε νομίζεις ο Λαζόπουλος στο κότερο του Λυμπέρη; Κρατούσε τσίλιες; Βραχάκια κατάπινε. Κοκάκιας, κωλογλείφτης των εφοπλιστών, ένα αρχίδι με προτίμηση στα κρεάτινα τσιγάρα, νομίζει πως έχει το ηθικό ανάστημα να κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Ρε ουστ!

(Εμπνευσμένο από εδώ)

σκόνη + βραχάκια (από johnblack, 20/07/09)βράχια, μπορεί και παγόβουνα (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.

Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του Σαλονικιώτικου σαλαμακίου, δέον να καταγραφούν και δύο πιο διαδεδομένες χρήσεις του λήμματος σκονάκι:

  • Μικρό σημείωμα από το οποίο ο εξεταζόμενος αντλεί την έμπνευσή του,
  • Δόση σκόνης, δηλαδή «πρέζα» πρέζας.

Εκ των σκόνη < κόνις.

  1. ... «Ααααα.. Ααααα... Ψουυυυυ!» . Τώρα που έχουμε χειμώνα για τα αλά, κρύα. ιώσεις, κρυώματα, αλλεργίες. «Πάρε zewasoft», όπως λέει η διαφήμιση για τα χαρτομάντιλα. Κι αυτή είναι η λέξη κλειδί! Ένα χαρτομάντιλο με χημεία, παρακαλώ. Προσέξτε μονάχα, μήπως τυχαία το χρησιμοποιήσετε!
    (από το www.skonaki.com)

  2. ... δεν είναι η “υπερβολική” δόση που σκοτώνει. Είναι η “καθαρή δόση” που σκοτώνει. Κι η μεγάλη παραγωγή πρέζας στον πλανήτη οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερης καθαρότητας σκονάκια. Η καθαρή πρέζα είναι αυτή που σκοτώνει, όχι η “κομμένη”. Κι η παραγωγή πρέζας στον πλανήτη ολοένα και μεγαλώνει. Κι οι τιμές ολοένα και πέφτουν. Κι η καθαρότητα της ηρωίνης ολοένα και αυξάνεται. Κι όλα αυτά σκοτώνουν.
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως συνθηματικό τοξικομανών και στην πορεία διαδόθηκε ευρύτερα. Όρος-ομπρέλα, που κανονικά περιλαμβάνει όλα τα εργαστηριακώς παρασκευασμένα ναρκωτικά, όσα δηλαδή έχουν υποστεί χημική επεξεργασία. Στην πράξη όμως αναφέρεται σχεδόν πάντα στα κάθε είδους χάπια (καργιόλια, τρελόχαπα, βαρβιτουρικά, υπνοστεντόν, παραισθησιογόνα κλπ κλπ). Η πρέζα και το κοκορέτσι, αν και έχουν υποστεί χημική επεξεργασία, σπανίως χαρακτηρίζονται ως χημεία (ίσως γιατί διατίθενται τόσες και τόσες άλλες απίθανες σλανγκιάρικες ονομασίες για τη χάρη τους).

Υπάρχει ωστόσο άλλος σοβαρότερος λόγος που η ηρώ και το κοκόρι δεν συμπεριλαμβάνονται στη χημεία. Η «χημεία», σε αντίθεση με τα «φυσικά» ντραγκς (χόρτο του θεούλη κ.λπ.), έχει χρεωθεί γενικώς με «καψίματα» και μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Καψίματα θεωρείται πως προκαλούν κυρίως τα χάπια. Εξ ου και η ταύτιση χαπιών και χημείας. Αντίθετα, οι σκόνες μπορεί να 'χουν χίλιες δυο άλλες παρενέργειες, αλλά αφήνουν ανέγγιχτο το μυαλό - και καλά.

Τον όρο μεταχειρίζονται συχνά οι κλασικοί χασικλήδες (αυτοί δηλαδή που συνειδητά δεν έχουν μπλεχτεί με τα πιο χοντρά) για να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους καμένους χαπάκηδες. Μνημειώδης η χασικλίδικης προέλευσης προτροπή: «Φίλε πιες ό,τι άλλο γουστάρεις, μόνο μακριά από χημείες. Θα κάψεις φλάντζα».

Αυτός τώρα ο διαχωρισμός του «χημικού» και του «φυσικού», του «τεχνητά παρασκευασμένου» και του «φυσικά παρασκευασμένου», σηκώνει πολλή συζήτηση. Καταρχήν είναι κι ο ίδιος κατασκευασμένος (constructed). Διότι σε τελική ανάλυση όλα φυσικά είναι. Απ’ την ίδια γη βγήκαν όλα, δεν ήρθαν απ’ το υπερπέραν. Όπως έχει πει κι ο Ουμπέρτο Έκο με το γνωστό χιουμοράκι του, «ποιος μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η τηλεόραση δεν είναι κάτι φυσικό;» Τα ‘χει πει κι ο Μπωντριγιάρ, και πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι και γλωσσολόγοι και θεωρητικοί του πολιτισμού.

Ωστόσο κάποιοι βαθιά νυχτωμένοι τσοπάνηδες εξακολουθούν να τα θεωρούν όλα αυτά ψευτοκουλτουριάρικες μεταμοντερνιές. Είναι αυτοί που ξεχωρίζουν το «αγνό χασίσι» (που πάει πακέτο με χύσι και επιστροφή στη φύση) από τα σκευάσματα των δόλιων πολυεθνικών φαρμακευτικών. Είναι οι ίδιοι που απορρίπτουν τα στεροειδή στον αθλητισμό, κι απ’ την άλλη καταβροχθίζουν τόνους χοληστερίνης, καπνίζουν σαν αράπηδες, ξιδιάζουν σα νεροφίδες, ο κώλος τους έχει βγάλει φύκια απ’ το καθισιό, κι απ’ τη μπάκα δε βλέπουν τον πούτσο τους…

- Ρε φίλε, άκουσα πως ο Μητσάκος έμπλεξε με χημείες και τα ρέστα...
- Αλήθεια είναι. Ο τύπος την έχει κάνει για Κάιρο μεριά...
- Τόσο τσιμπούκι έγινε; Κρίμα ρε πούστη, κι ήτανε ξηγημένο παλικαράκι...
- Κι από ντραγκς τίποτα, μόνο κανά μπαφάκιστο ξεκούδουνο, έτσι για την πλάκα..
- Εκείνο το παρτάλι που τραβιότανε πρέπει να τον έχωσε.
- Ναι την καριόλα γαμώ το σπίτι της... Και του 'χα πει να την προσέχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκ τοξικομανών.

Η Μεγάλη Έλλειψη.

Όταν η ντρόγκα εξαφανίζεται απ' την αγορά. Τότε ακριβώς λέμε πως έπεσε σταλία.

Η σταλία μπορεί να οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών λόγων.

Παίζει να δέσανε πολλούς μαζεμένους (μπαράζ συλλήψεων, δλδ) κι όσοι τη σκαπουλάρανε να χώθηκαν στην τρύπα τους περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

Παίζει κανά βαπόρι απ' την Περσία να πιάστηκε στην Κορινθία.

Παίζει το όλο σκηνικό να είναι στημένο, η έλλειψη να είναι δλδ τεχνητή, για να σπρώξουν τα μεγάλα κεφάλια το πράμα που γουστάρουν.

Και πέρα απ' αυτό.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο της κάνουλας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια διαλεκτική αμείλικτη. Τα ντραγκς έχουν τους δικούς τους κανόνες, υπακούν όμως πάντα στους θεμελιώδεις νόμους της αγοράς.

Όταν κάτι προσφέρεται σε πρώτη ζήτηση, δε το εκτιμάς ιδιαίτερα. Πρέπει να σε χτυπήσει της σταλίας ο νόμος για να νιώσεις την καψούρα. Μόνο η Καψούρα οδηγεί στη Μαστούρα. Οι συνειδητοποιημένοι χρήστες τα ξέρουν αυτά, και δεν τρελλαίνονται όταν πέφτει σταλία. Δεν ψαρώνουν επίσης με την πιο λάιτ εκδοχή της σταλίας, το περίφημο Στήσιμο, την Αναμονή, το Περίμενε. Νταραβέρι χωρίς στήσιμο απλά δεν υπάρχει. Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς όταν μπλέξει τα μπούτια του με τα ντραγκς. Πασίγνωστο το I'm waiting for the man. Η αναμονή μπορεί να κρατήσει και για πάντα. Μπορεί επίσης η άκρη σου να σκάσει μόνο για να σου πει πως παίζει μόνο πράμα β' διαλογής και καλά θα κάνεις να περιμένεις λίγο καιρό να σκάσει η καλή παρτίδα.

Τα αρρωστάκια όμως (που κάποτε έλεγαν «φιλαράκι, έχεις ένα κατοστάρικο;» και μετά το γύρισαν σε «φιλαράκι, έχεις ένα ευρώ;» - γαμημένο ευρώ τι μας κάνεις) έχουν εγκαταλείψει τέτοιες πολυτέλειες. Αυτοί θα αγοράσουν ότι υπάρχει, ότι τους δώσουν ... Αλλιώς θα την πληρώσει κανένα φαρμακείο: τρελαμένοι πρεζάκηδες μεταμορφώνονται σε drugstore cowboys. Τι άλλο να κάνουν;

Βιβλιογραφία: Λεωνίδας Χρηστάκης - Μάρκος Επάρατος, Το Λεξικό της Ντάγκλας, εκδ. Opera, Αθήνα 1995

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου»

Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας πανεπ. Θράκης.

.............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος να διαλαλάει ένας πρεζέμπωρ την πραμάτεια του.

(Πραγματικό γεγονός, κοντά στην Ομόνοια:)

(Ένας:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω.
(Άλλος:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω φίλε, ευχαριστώ.
(Τρίτος:) -Φίλε, θες πρέζα;
- Όχι.
(Τέταρτος:) - Ζζζζζζζ...!
- Τς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.

Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).

- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified