Το λήμμα εκείνο του www.slang.gr το οποίο δε φημίζεται για την ευστοχία του.
- Αυτός ο Νίκος είναι μεγάλο βλήμα. Ούτε ένα βλήμμα της προκοπής δε μπορεί να κατοχυρώσει...
Το λήμμα εκείνο του www.slang.gr το οποίο δε φημίζεται για την ευστοχία του.
- Αυτός ο Νίκος είναι μεγάλο βλήμα. Ούτε ένα βλήμμα της προκοπής δε μπορεί να κατοχυρώσει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρχικό λήμμα που προκαλεί λημματοστιβάδα. Γνωστή και ως «σλανγκομάνα».
Μεγάλες λημματομάνες είναι τα λήμματα: lol, λολ, μήδι, μύδι, φραπέ, το, μούτσος, σωλήνας, ο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόβλεψη της βαθμολογικής απόδοσης των λημμάτων με τη βοήθεια χαρτιών, καφέ, τσαγιού, κινήσεων των άστρων, των πτηνών κι ό,τι άλλου φανταστείτε. Εν ανάγκη και με την βοήθεια αναγραμμαντείου ή πεηντάρ.
Πηγή: GATZMAN, Vrastaman.
Λημματομαντείο, λημματομαντειάκι μου, πες μου θα γίνω more popular than jesus, σαν τον John Lennon; Θα γίνω Πονηρόσκυλο στη θέση του Πονηρόσκυλου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λεξιπλασία που διατηρεί όλο το άρωμα μιας φρέσκιας πορδής.
Το ίδιο το λήμμα «λεξικλασία, η» και πολλά ακόμη στο σάιτ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!
πλεονάζει
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.
2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.
[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].
- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)
- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)
- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση έμπνευσης όπου ο αργκοδαίμων επιδίδεται σε ακατάσχετη αργκογραφία και αργκολογία, πολλές φορές εκνευρίζοντας τους οικείους του με αυτή του την εμμονή.
Σε περιπτώσεις οξείας αργκοδαιμονίας οι αργκίατροι συνιστούν αργκανάπαυση, αποχή από αργκογενή και αργκογόνα περιβάλλοντα (π.χ. slang.gr) και αργκαγωγή με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης αργκοτονίνης (Selective Argotonin Re-Uptake Inhibitors - SARIs).
- Τα 'μαθες κολλητάρι;
- Τι έγινε ρε Μήτσο;
- Ρε συ τον Μπάμπη, τον κλείσανε μέσα.
- Μέσα πού, ρε;
- Στο Αιγινήτειο. Μας είχε ταράξει όλους με την αργκοδαιμονία του, κοντεύαμε να βγάλουμε σπυριά.
Βλ. και ετοιμόσλανγκος, σλανγκοπαθής, σλανγκαρχίδης.
Got a better definition? Add it!
Όταν μια ιδιωματική διάλεκτος τείνει να εκλείψει, ελλείψει ομιλητών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα καλιαρντά.
Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008]τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.
(Ο επιφανής σλάνγκος aias.ath περιγράφει τον αργκό θάνατο των καλιαρντών χρησιμοποιώντας συντακτικό που δυστυχώς επίσης αργκοπεθαίνει).
Got a better definition? Add it!
Πεομασάζ λάρυγγος.
Εγώ τους χάριζα λαρυγγοτσίμπουκα ρουφώντας όσο πιο πολύ μπορούσα τις ψωλές τους στο στόμα μου.
Δες και βαθύ λαρύγγι.
Got a better definition? Add it!
Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.
Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.
Got a better definition? Add it!