Further tags

Στην καθομιλουμένη, σπεκουλαδόρος αποκαλείται ο κερδοσκοπικός καιροσκόπος (ή, μήπως, ο καιροσκοπικός κερδοσκόπος;). Εκ του Ιταλικού speculatore.

Στην σλανγκική όμως (υποομάδα 2, σλανγκολειτουργικά), σπεκουλαδόρος αποκαλείται όποιος αποτίει αδιάκριτα σπεκ σε μέτρια έως απαράδεκτα λήμματα με σκοπό τον προσεταιρισμό φίλα κείμενων μπαγαποντοδοτών.

Ο νόμος των μεγάλων αριθμών συνήθως επικρατεί και εξαλείφει τις βαθμολογικές στρεβλώσεις τόσο των σπεκουλαδόρων όσο και των κλασσικών μπαγαποντοδοτών.

Λήμμα: Αρχιδομούνης
Σπεκουλαδόρος: Μεγάλε, ζωγράφισες πάλι... σπεκ ... Σπεκ... ΣΠΕΕΕΕΚ! Τρίτος: Ουστ, μπαγαποντογλείφτη σπεκουλαδόρε!

(από Rebelais, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφωνηματική λέξη της οποίας η ετυμολόγηση παύλα εξέλιξη στη πρότυπα της δαρβινικής θεωρίας είναι
ρησπέκτ* -> ρησπέκτ** -> ρισπέκ -> σπεκ -> σπεκ*** -> φιλαδέλφεια -> μπυροκοίλι***
(τα τρία τελευταία σκέλη αποτελούν το σχέδιο της θείας πρόνοιας για το μέλλον της λέξης, με καταληκτική ημερομηνία 5/5/2024).
Γλιτώνει το χρήστη από φλυαρίες τύπου ρησπέκτ**, αγγλισμούς τύπου ρησπέκτ* ή παρεξηγήσιμες φράσεις και διαχύσεις του τύπου σταμάτα να μιλάς και φίλα με, ενώ καταφέρνει να συμπυκνώσει τον σεβασμό για τα πεπραγμένα χωρίς απώλειες, ανοίγοντας παράλληλα την όρεξη***.

  • αγγλικά στο κείμενο
    ** ελληνικά στο κείμενο
    *** γερμανικά στο κείμενο

- Πήγα Μοναστηράκι χτες και βρήκα σε ένα παλιατζίδικο έναν τόμο με τις ασκήσεις γεωμετρίας των Μπαμπουΐνων μοναχών της Νοτίου Ιταλίας. Μιλάμε οι τύποι είχανε ξεφύγει.
- Στ' αρχίδια μου.
- Και βγαίνοντας από το παλιατζίδικο πέτυχα το Σοφάκι που είχα να το δω κάτι χρόνια, πήγαμε για καφέ και μετά στο σπίτι της έγινε το έλα να δεις και το φύγε να φύγουμε, κατά σειρά εμφανίσεως.
- Σπεκ. Τώρα μιλάς σαν άντρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δίνει πόντους.

Σύνθετη λέξη από το «ποντοπόρος» και το «πουτσοδότης» - λέμε τώρα, μπορεί και να πιάσει.

Στο πλαίσιο του slang.gr, καλός άνθρωπος. Απλόχερα μοιράζει πόντους σε ό,τι καλό δει. Δίνει πράσινα τικ χαλαρά, αν:

  1. το λήμμα είναι μια καινούργια λέξη που δεν την ξέρει κι έχει πλάκα ή γλωσσικό ενδιαφέρον, ή/και
  2. ο ορισμός είναι καλογραμμένος, ή/και
  3. το παραδειγματάκι είναι πετυχημένο.

Ο ποντοδότης δεν περιμένει να είναι όλα τέλεια για να δώσει τικ - ένα απ' αυτά να είναι εντάξει, φτάνει.

Ο ποντοδότης διαβάζει προσεκτικά τα όσα ανεβάζουν οι άλλοι και προσπαθεί να μοιράσει κάποια τικ κάθε φορά που μπαίνει στο site - ένα είναι καλύτερο από κανένα και πέντε τικ τη μέρα το γιατρό τον κάνουν πέρα - λέμε τώρα πάλι. Διότι ο ποντοδότης γνωρίζει ότι αυτή η επιδοκιμασία είναι η μόνη ανταμοιβή του καλλιτέχνη λεξιπλάστη και αργκολεξικογράφου - και όσο πιο ευτυχείς είναι οι καλλιτέχνες τόσο πιο πολλά λήμματα θα ανεβάζουν και τόσο μεγαλύτερη πλάκα θα κάνουμε όλοι μας.

Και για όσους δεν κατάλαβαν, βάλτε κάνα-δυο τικ, όπου νά 'ναι. Έτσι κι αλλιώς, τζάμπα είναι.

- Ρε μάστορα, έχω προσέξει ένα μυστήριο πράμα στο slang...
- Ορίστε να μου πεις.
- Ρε, ανεβαίνουν κορυφαία πράματα - και γαμώ τα λήμματα, δηλαδή - και με το ζόρι κάνουν διψήφιο νούμερο ... κανείς δεν ψηφίζει, ρε πούστη μου; Χάθηκαν οι ποντοδότες; Όλοι γράφουνε μόνο;
- Τι να σου πω, δίκιο έχεις ... και τα top, σχεδόν όλα είναι από πιο παλιά ... Νομίζω ότι πιο παλιά οι ορισμοί ήταν λιγότεροι κι ο κόσμος τους διάβαζε πιο πολύ ... ε, και βέβαια τα πιο παλιά λήμματα έχουν μείνει ανεβασμένα και πιο πολύ καιρό ...
- Έτσι είναι, αλλά κρίμα ... διότι υπάρχουν χρήστες που γράφουν τις κάλτσες τουςκαι δεν αμείβονται δεόντως ... ονόματα δε λέμε ...
- Ονόματα μπορεί να μη λέμε αλλά εσύ poniroskylo δεν είσαι βέβαια ένας απ'αυτούς και, συνεπώς, μην ψαρεύεις πόντους ...
- Καλά, είσαι μαλάκας ... δεν εννοούσα εμένα ρε ... εγώ, η τελευταία τρύπα του ζουρνά και γουστάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified