Further tags

  1. Τα λήμματα που αποτελούν σωστό περιβόλι, όντας λημματομεία, λημματομάνες και λίθοι που δημιουργούν λημματοστιβάδα.

  2. Οι τοιούτοι Σλάνγκοι Δράκοι (σ.ς.: Όχι τέτοιοι τοιούτοι).

Μεγάλες σλανγκομάνες είναι λ.χ. η χρυσή τρισλανγκία του σάιτ Πονηρόσκυλο, Vrastaman, acg, τα λήμματα των οποίων είναι πολύ γόνιμα για να θερίσουν οι καβουροσλανγκόσαυροι εύκολες δάφνες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από πρόταση του χρήστη Χαλικούτη, κατατεθειμένη στα σχόλια του λήμματος λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ, έτσι ονομάζονται τα λήμματα, που έχουν το χάρισμα να προκαλούν λημματοστιβάδα.

Τσαρούχεια, προς τιμήν του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, για λόγους, οίπερ εκτίθενται στο εν λόγω λήμμα και Τσαρούχια, από έλξη από την έκφραση «με τα τσαρούχια», δηλαδή «με άνεση, με ευκολία, χωρίς απώλειες», μια έκφραση, η οποία, σημειωτέον, περιμένει ακόμη τον Κρεψίνη της για ερμηνεία.

To λήμμα μούτσος αποτελεί ένα πρόσφατο τσαρούχι του σάιτ.

Γιάννης Τσαρούχης (από Hank, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος λημματώδης πυρετός προκύπτει με παράφραση του όρου λοιμώδης πυρετός και αφορά το σλανγκικό περιβάλλον.

Όπως ο πυρετός αφορά κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από μη φυσιολογική άνοδο της θερμικής ενέργειας του σώματος κι εκδηλώνεται με αύξηση της θερμοκρασίας, αντίστοιχα κι ο λημματώδης πυρετός αφορά μη συνηθισμένη αύξηση της σλανγκοδιανοητικής ενέργειας ενός Σλάνγκου Δράκου κι εκδηλώνεται με ενδυνάμωση της σχετικής έμπνευσης και με την αύξηση της ικανότητας μετουσίωσής της, στη δημιουργία πολλών και καλών λημμάτων.

Για την πτώση του πυρετού συνίσταται ομοιοπαθητική αντιμετώπιση του προβλήματος. Χρειάζεται επείγουσα λημματοθεραπεία.

Γι' αυτό και συνιστάται κατά το γόνιμο χρονικό διάστημα της συγκεκριμένης «εμπύρετης κατάστασης», ο «ασθενής», να πάρει λημματοδοτική άδεια, όπως θα έπαιρνε αναρρωτική άδεια, αν ήταν πραγματικά εμπύρετος, ώστε να μπορεί να αφοσιωθεί απερίσπαστα, στο δημιουργικό έργο του. Λέμε τώρα!

- Έκατσα απ' το μεσημέρι, γράφοντας ασταμάτητα τα... λήμματα. Έχουν περάσει δέκα ώρες και πηγαίνω σφαιράδην. Κατάσταση ντούρασελ! Μιλάμε για την ...έμπνευση, τη ...δημιουργία.
- Λημματώδης πυρετός, ε; Σε πήρα για να βρεθούμε, αλλά φοβάμαι μη με κολλήσεις.
- Λολ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόβλεψη της βαθμολογικής απόδοσης των λημμάτων με τη βοήθεια χαρτιών, καφέ, τσαγιού, κινήσεων των άστρων, των πτηνών κι ό,τι άλλου φανταστείτε. Εν ανάγκη και με την βοήθεια αναγραμμαντείου ή πεηντάρ.

Πηγή: GATZMAN, Vrastaman.

Λημματομαντείο, λημματομαντειάκι μου, πες μου θα γίνω more popular than jesus, σαν τον John Lennon; Θα γίνω Πονηρόσκυλο στη θέση του Πονηρόσκυλου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αλλού: Κακό, σημαίνει δεν ψηφίζω, μηδενίζω.

  2. Στο σλανγκ τζη αρ, καλό: σημαίνει με εγκρίνει ο μοντ, περνάω το τεστ, τα πλαγιαστά γράμματα του τίτλου γίνονται μαύρα, παίρνω πιστοποιητικό σλανγκοηθείας. «Θα σε μαυρίσω»: Μεγάλο κομπλιμάν για σλανγκιστές.

Πηγή: Χανκ.

-Που είσαι, και σού 'χω νέα! Όσο έλειπες σε μαύρισαν στο σλανγκ τζη αρ!
-Γιούπιιιι! Ζήτωωωω! Τώρα είμαι κι εγώ ένας Σλάνγκος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχικό λήμμα που προκαλεί λημματοστιβάδα. Γνωστή και ως «σλανγκομάνα».

Μεγάλες λημματομάνες είναι τα λήμματα: lol, λολ, μήδι, μύδι, φραπέ, το, μούτσος, σωλήνας, ο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρθε κι έδεσε. Τα βρήκαμε τα λεφτά μας. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Ομόηχα: πέσαμε μούτσο, παίξαμε μούτσο

Καμία σχέση: μάτσα μούτσα, αφεντομουτσουνάρα, ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος

Μάιστα ... Δέσαμε μούτσο ... Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί ...

(Σ.σ. - το γεγονός ότι ορισμός και παράδειγμα βγήκαν μόνον με εσωτερικά λυνξ = δείγμα ωριμότητας του slang.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα εκείνο του www.slang.gr το οποίο δε φημίζεται για την ευστοχία του.

- Αυτός ο Νίκος είναι μεγάλο βλήμα. Ούτε ένα βλήμμα της προκοπής δε μπορεί να κατοχυρώσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ελ. Αβερατζ Τζο

o μέσος άνθρωπος σε ένα στατιστικό δείγμα. Που δεν είναι των άκρων

ο κοινός, που δεν ξεχωρίζει ή δεν υπερτερεί σε σχέση με τους άλλους.

Καλά ο Γιώργος είναι πολύ ξενέρωτος. Ο απόλυτος Average Joe

εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published