Further tags

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστικό κίνημα που δημιουργήθηκε εσχάτως* και πρεσβεύει την επιστροφή στην παλιά καλή χρήση του αορίστου ως προστακτική.

(* δηλαδή από τότε που άρχισε να μαζικοποιείται η επαναφορά της ορθής προστακτικής εκτοπίζοντας τον κλασσικό αόριστο και να εμφανίζονται στην τηλεόραση ατάκες του στυλ «Επίλεξε το δικό σου κινητό»)

Η ιστορία ξεκινάει τη χρυσή εποχή της Καθαρεύουσας.
Επειδή ο απλός λαός είχε αντιληφθεί διαισθητικά το μυστικό, ότι όσο πιο ξύλινο ακούγεται κάτι τόσο πιο σωστό θα πρέπει είναι, άρχισαν όλοι να υπερβάλλουν εαυτούς και να συναγωνίζονται ποιος θα μιλήσει πιο καθαρευουσιάνικα. Σύντομα το «οψάριον» του Κοραή ήταν απλώς οδοντόκρεμα. Και εκεί είναι που τρυγήθηκαν οι πρώτοι πραγματικοί καρποί της Καθαρεύουσας. Σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε μαργαριτάρια γιατί τότε ολόκληρη η Καθαρεύουσα θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ένα γιγαντιαίο υπερμαργαριτάρι.
Ένας από τους καρπούς αυτής της διαδικασίας ήταν και η δημιουργία μιας νέας προστακτικής, που προέκυψε από την αντικατάστασή της με τον αόριστο τρίτου προσώπου (όπως π.χ. «υπέγραψε!»), απλά γιατί έτσι ακουγόταν πιο κυριλέ!

Τελικά η Καθαρεύουσα κάποια στιγμή αραίωσε όμως τα κατάλοιπά της άργησαν να εξαλειφθούν. Χρειάστηκε να μπούμε με τα μπούνια στον 21ο αιώνα για να ξαναγίνει ο αόριστος προστακτική.

Σήμερα λοιπόν, ως αντίδραση στην ολοένα αυξανόμενη υιοθέτηση της ορθής προστακτικής από τη μπασκλασαρία, το νέο αυτό σλανγκικό κίνημα πρεσβεύει ότι:

  1. Η σλανγκ πρέπει να διαφέρει από την καθομιλουμένη, άρα «αν όλοι το κάνουν πλέον έτσι, εμείς θα το κάνουμε πάλι αλλιώς».

  2. Η σλανγκ αγαπάει την εξέλιξη αλλά αγαπάει και την παράδοση. Με την επιστροφή στον αόριστο γίνεται ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω αλλά κι ένα βήμα μπροστά! Ποιο είναι αυτό; Ότι:

  3. Αντικαθίστανται πλέον όλες οι προστακτικές με αόριστο τρίτου προσώπου. Έτσι:

Όχι μόνο το ακούστε ξαναγίνεται ακούσατε αλλά και το δείτε γίνεται είδατε!

Όχι μόνο το επίλεξε ξαναγίνεται επέλεξε αλλά και το έλα γίνεται ήρθες!

Γιατί το θέμα δεν είναι να μιλάμε σωστά Ελληνικά.
Το θέμα είναι να μιλάμε και να κεντάμε!

Διαδώσατε κι εσείς το νέο αυτό κίνημα! Μπήκατε κι εσείς στην ολοένα αυξανόμενη παρέα μας!

κουλ διαφημιστής: (Δείτε)Είδατε το νέο μας κατάλογο!

ψαγμένο παιδάκι: Μαμά (πάρε)πήρες μου γαριδάκια!

προχώ Πάριος: (Έλα)Ήρθες να πάμε στο νησί η μάνα σου εγώ κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιστιότοπος.

Πρόκειται για νεόκοπη σλάνγκεψη του site. Κατεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2010 από τον χρήστη Hodjas εδώ και υιοθετήθηκε με θέρμη από την σλανγκική κοϊνότητα. Κανείς δεν γνωρίζει εάν προϋπήρχε της ιστορικής αυτής εκπωματώσεως.

- Πώ ρε πούστη! Τα πάντα όλα έχει το σάη! Εκφράσεις και γλώσσες απο ιταλική μέχρι μοσχαρίσα...
(η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του Hodjas)

- Οι πιο πολλοί στο σάη με λένε αλλίβε. Το alli είναι μη συνταγογραφούμενο ντεμέκ φάρμακο αδυνατίσματος.
(αλλιβέ, καθώς διαπραγματεύεται τις διακοπές του με τον ιατρικό επισκέπτη)

- άσ' τον. έχει πάρ' απ' ολά να δώσει στο σάη μ' αυτην την ιστορια
(τζίζας, απευθυνόμενος εκνευρισμένα στον αθηνέζο Hodjax)

- Ακολουθεί βαρυσήμαντος τοποθέτησις. Δυο λόγια για το πώς βλέπω το σάη πρώτα και μετά τα βαθμολογικά.
(χαλικούτσης, εκειά)

- ομολογώ ότι όταν πρωτοείδα το λήμμα σκέφτηκα ότι κάτι τ. φραπεμανία ξαναχτυπά το σάη, αλλά το καταχάρηκα όταν διάβασα τον ορισμό
(ηρωνίκ, χαϊδεύοντας την γάτα της)

- Άν όμως δεν ήταν οι δικές σου φιλοσοφίες και συζητήσεις δύσκολα θα είχα κολλήσει με το σάη. (ζανουάρ, απευθυνόμενος à son petit chou σε κάποιο μη ευκλείδειο χώρο)

Ο Σλανγκοπατέρας = Σάη Μπάμπα (από HODJAS, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρε Πέντε (βαθμούς)!

Εύχρηστος και συμβολικός τρόπος επιβράβευσης ορισμού ή σχολίου στο σλανγκρ, ελλείψει βαθμολόγησης/αξιολόγησης.
Ινσέψιο με Dave Brubeck και το μυθικό του Take Five**. Όπως έλεγε και ο acg για το Brubeck του, "επιστρατεύεται για τις ανάγκες του σάιτ, για να δηλώσει ότι ο εκφέρων πέρα από σπεκ, σπεκάουα, σπέκια κι αστρασπέκια, έχει και μουσικές γνώσεις ικανές να συνοδεύσουν την μέγιστη ποντοδοσία*".
Μπορούν εδώ επίσης να προστεθούν κι οι αστερίες, το +1, το κούdoς, το λανάτο κ.ά. που χρησιμοποιούνται τελευταία εντατικά κι από ανάγκη, όπως αναφέρθηκε εδώ.
*Take Five.

+5 παράδειγμα. Ολταιμκλά σικ. (εδώ)
Από μένα 5+5 στα σχόλιά σου βικ! (εδώ)
5+5, που δεν τα βάζω συχνά. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων σχέσιν εξαρτήσεως με το σάη και ξημεροβραδιάζεται γράφοντας σχόλια, λήμματα, ορισμούς και τα κέρατά του τα τράγια.

Έχω καταντήσει σλανγκοτζάνκι.

Ξημερώνει και βραδιάζει πάντα στο σάη μεσ' αυτό!

Άντε γεια! Πάω γι' αποτοξίνωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):

ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.

Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σλανγκισμός, που είναι πολύ παλιός και ξεθυμασμένος και πλέον τον χρησιμοποιούν μόνο οι μπαμπάδες μας και όσοι άλλοι πάσχουν από σλανγκιπενία. Καταγράφεται στο slang.gr μόνο και μόνο για λόγους επιστημονικής ευσυνειδησίας των καβουροσλανγκοσαύρων, αλλά χωρίς ίχνος ευχαρίστησης.

Σωβρακολογείς; Ή κιλοτάρεις;
– Ωχ, μωρέ! Άρχισες τους μπαμπαδισμούς και γελάς κιόλας με τον εαυτό σου! Διάβασε λίγο slang.gr, να μορφωθείς, γιατί έχεις μείνει πολύ πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To liberté, égalité, fraternité = «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Française (Γαλλική Δημοκρατία), που ανδρώθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης και σύμβολο την Marianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγαλύτερες αξίες της δημοκρατίας.

Το liberté, égalité, frappernité = «ελευθερία, ισότητα, φραπεδοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Liliannaise, που στήθηκε με τους ηρωϊκούς αγώνες των Σλάνγκων Δράκων και σύμβολο την Lilianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγάλες αξίες του σλανγκισμού, ήτοι: Την ελευθερία, τον σλανγκικό φιλελευθερισμό του laisser faire- laisser slanguer, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς» (ancien régime) των σλανγκαρχίδηδων. Την ισότητα όλων απέναντι στην αστροδοσία, η οποία εξασφαλίζεται από τον πεφωτισμένο ρουμανισμό. Και την «φραπεδοσύνη», δηλαδή την αλληλεγγύη που σμιλεύεται μεταξύ των κοινώς φραπεδιαζομένων. Ήτοι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Vrastaman, «την κοινή μαλακία (με την καλή έννοια) που δέρνει και δένει τους Σλάνγκους, δημιουργώντας ένα esprit de groupe». Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος αλληλεγγύης και «ερωτικής αλληλοπεριχώρησης» (για να πω τον γιανναρισμό μου) είναι τα διάφορα sagas με δεκάδες λήμματα, όπως το φραπέ-saga, το μύδι-saga, το lol-saga, και πολλά άλλα. Και βέβαια το σαπούνι κατασκευής μας με πρωταγωνίστρια το Λίλιαν.

Πηγή: Vrastaman.

Μερικά saga, που σφράγισαν τις αξίες του liberté, égalité, frappernité:

  1. φραπέ, το:

γενιά του φραπέ, η, κατάσταση φραπέ, περσόνα νον φράπα (persona non frappa), η, ποδοφραπέ, το, φράπα, η, φραπεδάιζερ/ frappedizer, φραπεδέλα, φραπεδιά, η, φραπεδιάρα, η, φραπεδιόλα, φραπεδοκουβέντες, φραπεδούμπα, φραπελιά, η, φραπεδούπολη, φραπενείο, το, φραπενές, ο, φραπόγαλο, φραπογαλιέρα, φτιάχνω φραπέ, ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf

  1. lol, λολ:

καραλόλ, το, λολ (lol), λόλα, η Λόλα που τα κάνει όλα, λολίτα, λολοφιόγκος, ο, lol-some, lol-οκαύτωμα, lolen, Loles, rotf-lol, Μ.Α.Ο, Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η, LMFAO κ.λπ., φορ τεχ λουλζ.

  1. μήδι:

αρχίδια - μύδια, μούλτι μύδια, τα, μπαγιάτικο μύδι, το, μύδια, μύδια, τα, μυδίαμα, το, παλαμύδι, Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμύδια, τρώω το μύδι με το τσόφλι, φίδιν μύδιν, αρχιμύδεια, η, Δυομύδης, μουνούχω, η/ ευνουχομούνα, η/ μύδουσα, η, αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata, οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, γαμήδια, παλαμήδι, το.

Και πολλά άλλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified