Further tags

  1. Φιδιάζω, εξασκώ την τεχνική του φιδιάσματος/φίδινγκ, κοινώς λουφάρω. Συναντάται σε κληρωτούς που υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (σε όλα τα σώματα / όπλα και ανεξαρτήτως παλαιότητας). Είναι φυσικά απαραίτητη η δημιουργία μιας ζεστής ή άνετης το καλοκαίρι φωλίτσας (sleeping bag, μικροανεμιστήρες, σκεπασμένα πλαϊνά του κρεββατιού με χιτώνια για κάλυψη / απόκρυψη του φιδιάζοντος στρατιώτη κτλ.). Το ωσάν του φιδιού κουλούριασμα επέρχεται κυρίως μετά το μεσημεριανό ή βραδυνό συσσίτιο.

  2. Μεταφορικά: «τρώω το κουλούρι» μου, κοινώς το «0», το «Χ» που τσίμπησε ένα λήμμα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να «κουλουριαστώ», όντας ανήμπορος να αντιδράσω και, χωρίς πολλά πολλά, να αράξω μετά το τσίμπημα / κέρασμα του κουλουριού από μπαγαποντοδότη / κατωποντοδότη κτλ. στην φωλίτσα μου.

  1. - Πωπω βαρεμάρα σήμερα, έχουν κατέβει οι περισσότεροι για σκηνάκια κι εμείς εδώ πάνω αγγαρεία μαγειρεία. - Φίλε, πλένε γρήγορα γιατί θέλω να πάω να κουλουριαστώ στη φωλίτσα μου.

  2. (Τί παράδειγμα να δώσει κάποιος; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες...).

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο διαδραστικό πνευστό όργανο (κάτι σαν την Τούμπα), χρησιμοποιείται και σαν ρήμα δηλώνοντας την χρήση του οργάνου.

Είναι σολίστ στην κλανοφυσαρούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεομασάζ λάρυγγος.

Εγώ τους χάριζα λαρυγγοτσίμπουκα ρουφώντας όσο πιο πολύ μπορούσα τις ψωλές τους στο στόμα μου.

Δες και βαθύ λαρύγγι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί πασπαρτού εκφράσεις για ληγμένους σλανγκαρχίδες που αφενός βαριούνται να μιλήσουν και αφεδύο δεν σε προσέχουν όταν τους μιλάς. Τα σλανγκσπαρτού σου είναι η μόνη γλώσσα που δεν θα ξεχάσεις όσο και να χάσεις τη μπάλα.

- Τι έπαθες βρε κοριτσάκι μου, τι χάλια είναι αυτά;
- Είμαι cool, είμαι cool...
- Τι λέει πάλι βρε Θόδωρα; Δεν το αντέχω αυτό το παιδί!
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!
- Τι είμαι;
- Είσαι ληγμένη, χελόοου!ι χιχιχιχιχι
- Τι γλώσσα είναι αυτή που μιλάει βρε Θόδωρα; Μάζεψε την κόρη σου!
- Σιγά τη γλώσσα ρε Κατίνα, 3 χελόου και 4 ντέφια... Εγώ γράφτηκα στο slang και παίρνω αστεράκια για τα σλανγκσπαρτού μου...
- Μπαμπααααά σπάσανε τα νερά μου!!!
- Είσαι ο ανθρωπότυπος βλακείας κόρη μου...
- Πάρ' τα μωρή άρρωστη που θα με πεις και ληγμένη ιχιχιχιχι... μπρόφιστ άντραμ!
- Κατινάκι μου τρισπέκτ γυναίκαμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουΐκ εντ ντέρτυ αποδελτίωση συνταγών (οδηγός μαγειρικής στο πόδι) από τα μέλη του σλανγκρ, για τις ιδιαίτερες εκείνες στιγμές που θέλουμε να μαγειρέψουμε γρήγορα και απλά ένα καλό γεύμα.

Τα περισσότερα εδέσματα (εκτός των κλασσικών: φασολάδα, κλπ) εμπίπτουν στο χαρακτηρισμό της γκουρμεδιάς.

Καλή μας όρεξη!

(από peregrine, 17/03/13)(από σφυρίζων, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.

Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.

Παίζει και ως πατερνάλας.

Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό από την εποχή του Κουτσαβάκη.

Ο υιός της παλάμης είναι προϊόν της παλάμης και ουχί συνουσίας.

Μια έκφραση στολίδι, με ρίζες στη δημοτική γλώσσα.

Μήτσος: - Ρε Σπίνο, ρε Σπίνο έλα εδώ
Σπίνος: - Τι συμβαίνει;
Μήτσος: - Με άγγιξε ο καμικάζι;
Σπίνος: - Έτσι αντελήβην
Μήτσος: - Έχεις δίκιο... γιατί αυτό αντελήβην ομοίως. Με άγγιξε ο υιός της παλάμης; Φτου!
Σπίνος: - Ιεροσυλία, αδελφάκι... τουτέστιν πάει να πει ότι η σημερινή νεολαία μας έχει γραμμένους στα παλιά της καρμπυλατέρ...
(Μήτσος ο Ρεζίλης, 1980)

αμαν! (από MXΣ, 07/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μήδι και το μύδι.

Μήδι φυσικά είναι η σλανγκική απόδοση του Λατινικού media, που με την σειρά του είναι πληθυντικός του Λατινικού medium/medius. Επειδή όμως την ώρα που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας, εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη, δέον να τονισθεί ότι η λέξη στην τελική ετυμολογείται εκ του Ελληνικού μέσον καθώς και του αρχαίου μήδος, που σημαίνει «σχεδιάζω» ή «πράττω».

Όποιος λοιπόν απολαμβάνει («γάνυται») να σχεδιάζει και να αναρτά («μήδεται») μήδι στην ιστιοσελίδα slang.gr αποκαλείται Γανυμήδης –όπως δηλαδή και το boy toy του Ολυμπίου Διός.

Για μύδι, βλ. εδώ.

- Μήδεια rule, γαμώ τα μήλα και τα λεκιασμένα σλιπάκια αχαχαχου
(λίγο πιο κάτω)
- *μήδια γμτ γαμώ την πανορθογραφία μου μέσα
(Galadriel, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.

- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.

- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified