1. Τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  2. Με κοροϊδεύουν εύκολα.

  1. Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο τύπος κουρντίστηκε και έγινε το έλα να δεις.

  2. Κουρντίστε τον όσο γουστάρετε. Καιρός για πλάκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.

- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλαφυρή φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μεταφορικό ευνουχισμό ενός ανδρός, τη μετατροπή του σε ένα άβουλο ον που άγεται και φέρεται υπό τις διαταγές ή επιθυμίες της γυναίκας του και την εν γένει παθητική του στάση έναντι αυτής. Το θύμα αν δεν είναι ήδη, μετατρέπεται σταδιακά σε μπουχεσολεβιέ.

- Λοιπόν Μπάμπη το βράδυ έχω κλείσει με τα παιδιά άλφα τράπεζα πίστεως Γονίδη. Πες και στον Πέτρο να έρθει.
- Χα χα χα! Ρε σιγά μην έρθει! Αφού τον έχει βάλει στο βρακί της η άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατόφια καλό / χρήσιμο.

- Και είναι καλό ρε αυτό το σταφ;
- Λίρα εκατό ρε λέμε!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified