Further tags

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται βιαστικά, στο πόδι.

-Όταν σχολάσουμε πάμε σε καμια ταβερνούλα;
-Μπα δεν πεινάω πολύ... Αν είναι να τσιμπήσουμε κάτι τσακ μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.

- Έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις... Εξεταστική την παρασκευή, πάρτυ το σουκού, και φιλοξενώ την αδελφή μου που ήρθε για δουλειές. Τιραμόλα θα γίνω αυτή τη βδομάδα!!

Ο Τιραμόλα - δεκαετία του \'70 (από poniroskylo, 08/12/08)

Σύγκρινε: Βέγγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρατάω αναλυτικά αρχεία, στοιχεία, λεπτομέρειες, κωδικούς, αριθμούς κλπ για κάποιον. Παλαιότερα γίνοταν σε φάκελο, τώρα γίνεται σε ηλεκτρονική επίσης μορφή (ηλεκτρονικό φακέλωμα).
Χρησιμοποιείται για διευκόλυνση συναλλαγών και ταυτοποιήση στοιχείων, καθώς και για μέριμνα προστασίας σε αεροδρόμια. Οι πολέμιοι, υποστηρίζουν ότι καταστρατηγούνται τα ατομικά δικαιώματα, οι προσωπικές ελευθερίες και το προσωπικό απόρρητο.

- Πήγα να πάρω ένα δάνειο από την τράπεζα, αλλά δεν το ενέκριναν γιατί δεν ήμουν τακτικός στις πληρωμές σε προηγούμενο δάνειο που είχα.
- Καλά και πώς το βρήκαν; - Είσαι σοβαρός; Φακελωμένο με είχαν, μέχρι και το παραμικρό ευρώ που χρωστούσα θυμόντουσαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταιγισμός βρισιών και προσβολών.

- Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; - Άσ' τα να πάνε, έκανα ένα σοβαρό λάθος στο γραφείο και έσβησα κατι σημαντικά αρχεία και με φώναξε το αφεντικό και το τι χέσιμο μου έριξε δεν λέγεται... Μας άκουσε όλος ο όροφος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, συνώνυμο του γυαλιά-καρφιά.

- Μπήκανε μέσα οι μπράβοι και τα κάνανε λαμπόγιαλο!

Ξεκαρδιστικό απόσπασμα από το επεισόδιο "Σεισμοί, λοιμοί και... Κατακουζηνοί" από την ελληνική σειρά "Κων/νου κι Ελένης" (από elias-jelay, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω.

Μεθύσανε και ρημάξανε το μαγαζί. Τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά!

(από tryager, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρυφή παρακολούθηση ερωτικού περιεχομένου θεάματος, ιδιωτικού χαρακτήρα (π.χ. μιας γυναίκας στο μπάνιο ή ερωτικές περιπτύξεις).
Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν επιδιώκεται, θεωρείται βίτσιο.

Έπιασα το παλιόπαιδο στις γυναικείες τουαλέτες να κάνει μπανιστήρι από την κλειδαρότρυπα!

(από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified