Further tags

Μιλάω σχετικά ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, αλλά με έντονα «σφυριχτό» το Σίγμα.

Είναι από τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των ανθρώπων στα οποία μπορεί κάποιος αρχικά να μη δώσει ιδιαίτερη σημασία, μπορεί και να μην το προσέξει καν. Από τη στιγμή όμως που θα το προσέξει ή θα του το επισημάνει κάποιος άλλος, δε μπορεί να το ξε-προσέξει, και κάθε φορά που ο ψισφυρίζων ανοίγει το στόμα του και λέει οποιαδήποτε λέξη που περιέχει σίγμα, ο μυημένος πλέον ακροατής παρατηρεί το «σου» που ακούγεται σαν σφύριγμα, και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του το διασκεδάζει ή ενοχλείται. Δεν είναι σφύριγμα ποιμένων, δεν είναι ψεύδισμα κραγμένης, είναι ο ψίσφυρος.

Λίγο-πολύ όλοι όσοι έχουν την ικανότητα της ομιλίας ψισφυρίζουν. Σε μερικά άτομα βέβαια το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο και μπορεί να αποτελέσει διαρκή τροφή για εποικοδομητική κοροϊδία από την παρέα ή και τους περαστικούς. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ψισφυρίζοντες, έχοντας αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά τους, ανάγουν τον ψίσφυρο σε ένα όχημα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία (βλ. παράδειγμα).

«Για τιΣΣΣφφφ παλιέΣΣΣφφ αγάπεΣΣΣφφ μη μιλάΣΣΣφφ»
- Φίλιππος Πλιάτσικας, Επιτυχημένος Ψισφυρίζων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.

- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχοσωματική κατάσταση της γυναίκας όταν βρίσκεται στις μέρες της περιόδου.

- Μου τα πρήξε η διευθύντρια σήμερα για το project.
- Άσε και εμένα μία από τα ίδια. Όλη την εβδομάδα θα τρώμε στα μούτρα τις μουνοσιχτιριές της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές, στη Φλώρινα. Με το λήμμα χαρακτηρίζονται γενικά καταστάσεις που προκαλούν ευχάριστα συναισθήματα, γέλιο. Κάποτε το λήμμα συναντάται και στη φράση «ντάγκαρ' μάγκαρ'» που σημαίνει ατημέλητα, χάλια, χωρίς οργάνωση.

  1. - Πώς περάσατε στο χορό;
    - Φοβερά! Κάναμε ντάγκαρα.

  2. - Είδατε τον αγώνα ρε;
    - Άσε, τι να δούμε; Ντάγκαρ' μάγκαρ ήτανε το γήπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνδρομο που διακατέχει τον επανειλημμένως πρωταθλητή.

Προκαλείται από την άρση υπερβολικά πολλών κουπών. Συμβαίνει σε ατομικό επίπεδο (βλ. Φραγκίσκος Αλβέρτης και Δημήτρης Διαμαντίδης), αλλά και συλλογικό (βλ. μπασκετικός Παναθηναϊκός και... Γ.Σ.Ε. Ελασσόνας).

Συμπτώματα σε ατομικό επίπεδο:

  • Ανανέωση συμβολαίου με περισσότερες απολαβές
  • Περισσότερα γκομενάκια και 2ο cayenne
  • Γιγαντοαφίσα στο εκάστοτε φιλικά προσκείμενο περιοδικό

Συμπτώματα σε συλλογικό επίπεδο:

  • Περισσότεροι πελάτες (διαρκείας, φανέλες κτλ)
  • Ακριβότερο συμβόλαιο με την ΕΡΤ την ερχόμενη σεζόν

Υπερκούπωση!!! Τα σάρωσαν όλα οι άνδρες του Γ.Σ.Ε. Ελασσόνας αφού κατέκτησαν και τον τίτλο του Υπερπρωταθλητή Θεσσαλίας!!! Πρέπει να τους πιάστηκε η μέση…από τις κούπες!

(η παραδειγματάρα από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για βρώμικο αντικείμενο που βρίσκεται ή γεγονός που εξελίσσεται στο δρόμο.

Ο μη εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων χρήσης περιλαμβάνει λιπαρά σάντουιτς από καντίνες του δρόμου, χιπχοπικές σκληρότητες, αλητείες (παρ. 1) και καρτέρια (παρ. 2), σεχ ή / και phone σεχ κατά τη διάρκεια οδήγησης (δεν υπάρχει αυτό; τι λες, αλήθεια; και κανονικά και τηλεφωνικά λέμε...). Δηλαδή βρώμικα πράγματα επί του δρόμου. Δρόμικα. Καλό, ε;

Βασικές σπαζοκεφαλιές που προκαλεί ένα δρόμικο: πώς θα τη σκαπουλάρω χωρίς να με πάει αίμα / χωρίς να χύσω στην άσφαλτο αίμα / χωρίς να γαμήσω την εγγύηση του iphone όταν χύσω.

Πάσα: patsis (είχες δίκιο είναι υπαρκτό!)

Παρ. 1 - Hip hop: Μπαίνω και πάλι ξαφνικά, μπαίνω και πάλι λυρικά,
μπαίνω και πάλι φιλάρα για να φέρω σαματά,
ΜΕ σκόπιμο, μπόλικο, βρώμικο, δρόμικο, μόνιμο, νόμιμο, υλικό, λυρικό, κυνικό, ηθικό, αληθινό, αλήτικο, αλύπητο
για ν’ ανεβάσω το επίπεδο, να δείξω το αντίθετο...

Παρ. 2 - Hip hop: Ένα δρόμικο break… Κι απ’το στημένο το καρτέρι μας το δρόμικό
μου καλλωπίζεσαι για χρόνια σε καθρέφτη βρώμικο
με της σκιάς τα λόγια και των γονιών τις συμβουλές
ξυραφιάζεσαι κι αμέσως κρύβεις τις ουλές...

Παρ. 3 - Hop hop: Οδηγεί, ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό:
- ... μπλα μπλα μπλα (την κλείνει φορτηγατζής - βρε άσταδγιάλα μαλάκα θα σκοτωθούμε)
- ...αν είναι να μιλάς πρόστυχα στο φορτηγατζή, δεν μιλάς καλύτερα πρόστυχα σε μένα...
- Πλάκα μου κάνεις τώρα! Θες να κάνουμε phone sex όσο παλεύω με το στροφιλίκι; - Μα έλα να κάνουμε ένα δρόμικο ντε! (ναι, είσαι χαζή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified