Further tags

Φυσικός αριθμός ακαθορίστου μεγέθους. Αναφέρεται συνήθως σε πολλά άτομα που όποιος αποπειραθεί να τα μετρήσει χάνει την μπάλα.

Το σαρανταδώδεκα πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερο απο το ογδομήντα, αλλά μικρότερο απο το άπειρο.

Αργκάριθμοι: εκατονεξακόσια, σαρανταδώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι ξέρουνε τι είναι οι δροσοσταλίδες, που εμφανίζονται τα πρωϊνά πάνω στα πέταλα των λουλουδιών, για τις οποίες λέγεται πως τις αφήνουνε οι νεράιδες όταν περνάνε από εκεί. Επίσης όλοι ξέρουνε τι είναι οι πουτσοσταλίδες που εμφανίζονται επίσης κάθε πρωϊνό πάνω στα στεφάνια από τις χέστρες. Αυτές οι σταλαγματιές οφείλονται στην πρωϊνή κατουρόκαυλα που δυσκολεύει την εύρεση του στόχου.

-Πέρασε μια καλή νεράιδα από την τουαλέτα και άφησε δροσοσταλίδες πάνω στο στεφάνι.
-Βρωμιάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο που καίει μαζούτ, σε ένα super pack υπερπροσφοράς 2 σε 1.

Και για όποιον δεν κατάλαβε: η βραδύπω ψαροκασέλα, η αργοκίνητη μπατάλω, η ανήκουσα στον Κώδικα ξανθιά, η ούτε-με-ξένο-πούτσο χαζομούνα, η τα-ζώα-μου-αργά χλαμούτσα.

Λολοπαίγνιο του εν Φραπέ αδελφός GATZMAN από το δουπού.

  1. - Η Φεβρωνία εθεάθη εις το νυφομπάζαρο, σπεύδω μην με προλάβει έτερος ήρωας...
    - Σπεύσε όμως βραδέως Καυλαγόρα, το μπαζούτ δεν αναμένεται να απομακρυνθεί από το πόστο του any time soon...

2.
ΡΕ ΜΟΥΝΟΣΚΥΛΟ ΑΝΤΕ ΓΑΜΑ ΚΑΝΑ ΠΟΥΤΣΟ ΝΑ ΣΤΑΝΙΑΡΕΙΣ! Η ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΝΑ! [...] ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΠΑΖΟΥΤ ΡΕ ΓΥΦΤΟ!! ΑΙΩΝΙΑ ΠΕΜΠΤΟΣ ΘΑ ΕΙΣΑΙ!!ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνοπλημμύρα, ένας δρόμος με μεγάλη συγκέντρωση εξαιρετικά όμορφων και ελκυστικών γυναικών.

Μπορεί να είναι:

α) Ένας πολυσύχναστος δρόμος μια πόλης με μαζεμένα τα ρουχομουνομάγαζα. Εδώ θέλει νέο λήμμα, έχω την ισχυρή εντύπωση. Θα φιλοτιμηθώ όταν έχω καμιά ώρα να καθαρίσω! Μπαμ!

β) Ένας πεζοδρόμος ή εκάστοτε και μονόδρομος μιας πόλης με μεγάλη πυκνότητα καφετεριών και αλλών συναφών μαγαζιών που το καθένα έχει κατα πάσα πιθανότητα και τον δικό του καλησπεράκια.

γ) Μπορεί να αναφέρεται και σε μια πολύ μικρότερη κλίμακα. Αυτό στην περίπτωση που μιλάμε για τον διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ο οποίος εκθέτει όλα τα αποκλειστικά ή μη γυναικείας χρήσης προϊόντα. Όπως ξυραφάκια (unisex), αποσμητικά (unisex), αρώματα (unisex), ταμπόν (female), προφυλακτικά (αν έχει γκόμενο ή είναι λίγο κυνηγός) και αλλά πολλά ευρεία κατανάλωσης που μπορείτε άνετα να τα φανταστείτε.

Και δ) όλοι οι διάδρομοι του Whole Foods στην Venice στην California όπου λέει πως ψαρεύει γυναίκες ο πασίγνωστος dating coach David Wygant (ή έτσι θέλει να πιστέυουμε) και που είναι από τα καλύτερα μέρη για να εκπαιδεύει τους πελάτες του.

Αυτά.

- [Φίλε] ήμουν σε ένα μουνόδρομο χθές. Ασε λέμε γνώρισα ένα τρελό μωρό.
Το ρουφάει το μιλκ σεηκ πιστεύω.
- Αντε ρε, καλά γαμήσια.
- Ευχαριστώ ρε. Θα πέσει πολύ όντως αλλα, δεν το βλέπω να κρατάει για αρκετά. Το μερός φίλε έιχε δίπλα μια ένα μαγαζί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον προδίδουν οι συνδικαλιστές, οι εργατοπατέρες, πιστεύει σε αυτούς, κι αυτοί τον εκμεταλλεύονται για να πετύχουν τα δικά τους συμφέροντα. Κι αυτός μένει κερατάς και δαρμένος.

Εργατοπατεροπροδομένοι μες στα χρέη βυθισμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφίψωλο σημαίνει στην καθαρεύουσα το γνωστό σάντουιτς.

Είχαμε πάει πέρσι στη Πάρο με τον Ανδρέα κα γνωρίσαμε μια Γαλλίδα, έκφυλη σφόδρα! Τελικά το βράδυ την αμφιψωλιάσαμε!

(από Khan, 16/07/14)Όταν οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια αντί για αμφίψωμον, εμείς οι Έλληνες είχαμε εφεύρει το αμφίψωλον. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνκευση του ηθικοπλαστικού «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα», αναπροσαρμοσμένο για τις ανάγκες τση πουτανιάρας τση πραγματικότητας.

Γλωσσοπλάστηκε μαζί με τον φευγάτο σλάνγκο Mystère Cadmus στο φατσομπούκι ψες βράδυ.

  1. Στάτους Κάδμου: Όποιος τα κάνει όλα πουτάνα, θα τη βρει από το κάγκελο.
    Βράστα: Πουτανομαζώματα...
    Κάδμος: ...καγκελοσκορπίσματα
    (επακολούθησαν αμοιβαία λαϊκ)

  2. Άσκηση για το σπίτι: να συμπληρωθούν τα παρακάτω:

  • Καβουρομαζώματα, _______________
  • Καγκουρομαζώματα, _______________
  • Σλανγκομαζώματα, _______________
  • Συριζομαζώματα, _______________
  • Τουκανικομαζώματα, _______________
  • Φιστικομαζώματα, _______________
  • Μιζομαζώματα, _______________

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εξελληνισμένη εκδοχή της σέλφι (άκα αυτοφωτογραφίας).

Η σέλφικη υπονοεί το ουσιαστικό «φωτογραφία» και ως added bonus έχει και πληθυντικό (σέλφικες ή, για τους ναζί τση γραμματικής, σελφικές).

1.
Το άκουσα κι ως σέλφικες φωτό.

2.
- Ελάτε, παιδιά, μαζευτείτε προς τα εδώ, να βγάλουμε σέλφικες.
- Στη νεανική αργκό. Γιατί σε πιο λόγιες διατυπώσεις θα λέμε μια σελφική, μερικές σελφικές.

3.
Αυτή η δεύτερη, πάντως, μάλλον σαν υποβοηθούμενη σέλφικια μοιάζει. Δεν παρουσιάζει τη γνωστή παραμόρφωση των σέλφικων. Άγνωστο γιατί είναι συνοφρυωμένη η Όλγα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν έχεις τα νεύρα σου κι αντί να πάρεις Λεξοτανίλ, λύνεις σταυρόλεξα για να σου περάσουν.

Εκνευρίστηκα τόσο με την θειόκα, που χρειάστηκα ένα ολόκληρο τεύχος σταυρολεξοτανίλ για να έρθω στα ίσια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified