Further tags

Τρελαίνομαι, τα παίζω, ξεφεύγω, δεν ξέρω τι μου γίνεται, παλαβώνω, κόβω καπίστρι, χάνω τη μπάλα.

- Τον καημένο, τον παράτησε η γκόμενα, τον διώξανε από τη δουλειά, του κλέψανε το αυτοκίνητο και έμαθε ότι έχει και AIDS... Πώς να μη βαρέσει μπιέλα...

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκαλώ αλλεπάλληλες υπερστροφές με οπισθοκίνητο όχημα χάριν παιδείας.

Ιδανικό όχημα η παλιά BMW σειράς 3.

- Να μπω να σκουπίσω;
- Ναι, αλλά πρόσεχε τον κρουνό!

(από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίστιχο που χρησιμοποιείται όταν κάποιος υπερεκτιμήσει τις οδηγικές του ικανότητες και συναντήσει την έβγα της γειτονιάς.
Συνώνυμα ποιηματάκια:
Μπήκα φέτα και βγήκα κουφέτα
Αντώνυμο (δείχνει ότι έμεινε ακτήμων, αλλά από καθαρή τύχη):
Μπήκα λάθος και βγήκα κατά λάθος.

- Πού το έφαγες το αμάξι ρε;
- Ήμουνα μέσα μ' έναν τύπο που με δούλευε ότι είμαι κουλός και με τσίγκλαγε, και είπα να το παίξω Άυρτον. Ε, στην τρίτη στροφή μπήκα με τις πάντες και βγήκα με τις ζάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που κανονικά χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους, δηλούσα την πρόθεση του ομιλούντος να μην ισιώσει για κανένα λόγο. Ή θα πηγαίνω με τις πόρτες, ή δε θα πηγαίνω καθόλου.

Από μη καυλοτίμονους, αλλά καυλοτιμονίζοντες ή/και καυλοτιμονίσαντες κατά την εφηβική ηλικία, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «μέχρι τελικής πτώσεως», «ώς το τέρμα» και άλλα τέτοια ευφυή.

- Σιγά μην πιάσω δουλειά ρε και σιγά μην πάω στρατό. Μάστερ, διδακτορικό, σπουδές με το πλάι κι όσο πάει.
- Στρατό να πας, για να έχεις να κάνεις λήμματα στο σλανγκ τζηάρ. Τι τουτού έχεις;
- Ντεσεβό, γιατί;;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eγώ σου μιλάω αργά και ήρεμα και συ βιάζεσαι και φουντώνεις:

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διακοπή παροχής καυσίμου στον κινητήρα όταν αυτός λειτουργεί σε πολύ υψηλές στροφές για την προστασία του.
Γενικότερα η λειτουργία στα όρια ενός συστήματος.

  1. - Πώς οδηγάει έτσι αυτός;
    - Δεν το βλέπεις, το πάει στον κόφτη.

  2. - Πώς πάει το διάβασμα;
    - Χτυπάω κόφτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω διακοπτόμενη λειτουργία του εγκεφάλου είτε λόγω δυσλειτουργικής διάταξης των σχετικών νευρώνων είτε λόγω κάποιου σκουρδουμπλούκου που μου 'χει κάτσει, είτε γιατί τόσο μου κόβει ρε παιδάκι μου.

Συνήθως αναφέρεται και σε περιπτώσεις όπου το δυστυχές υποκείμενο είναι τόσο μπερδεμένο που αντιμετωπίζει και προβλήματα στην ομιλία του και κομπιάζει, θυμίζοντας αυτοκίνητο που έχει τραβήξει σκουπιδάκια στη μηχανή. Δράμα δηλαδή και μη γελάει κανείς με τον πόνο του συνανθρώπου του. Ντροπής πράγματα...

- Εεεε, δηλαδή, εννοώ ότι...
- Τι ρε Νώντα;
- Ρε παιδί μου, αφού... Δηλαδή... Έεε...
- Εξ και ξερός ρε μαλάκα. Ρετάρεις και μας έχεις γκαστρώσει. Βγάλτο να τελειώνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.

- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».

- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...

Βλ. και φλατζοκαμμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με την έκφραση μαλλιά κουβάρια (πχ. «αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια») που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία μπερδεγουαίυ κατάσταση, τα μαλλιοκούβαρα είναι άλλου παππά ευαγγέλιο. Είναι τεχνικός όρος του μηχανοκίνητου αθλητισμού που σημαίνει πάω με τσίτα γκάζια, ξεχνάω τι σημαίνει φρένο, έχω μία φόρα εν πάσει περιπτώσει που αν δε με δεις νά 'ρχομαι από πίσω θα περάσω από πάνω σου.

Κι εκεί που πάω εγώ χαλαρά και δεξιά στην παραλιακή βλέπω στο καθρεφτάκι ένα Evo τουμπανιασμένο να 'ρχεται μαλλιοκούβαρα. Κατεβάζω, τουρμπίζει και της δίνω και είμαστε τώρα και κυνηγιόμαστε μέχρι τον Πράπα μέχρι που σκάει από την Αχιλλέως μπατσικό και λέω την κάτσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified