Further tags

Λόγιος και γλαφυρός ορισμός της μαλακίας.

- Τί κάνει ο Μάκης; Λες να είναι με καμιά τώρα;
- Μπα, πάω στοίχημα ότι επιδίδεται στην αγαπημένη του ασχολία, την χειράντληση σπέρματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάνει λάθη και δικαιολογείται με άσχετες ή πολύ ασήμαντες δικαιολογίες.

- Πώς έπαιξες έτσι χθες ρε; Σαν ξυλοπόδαρος ήσουν.
- Ρε, δεν με βόλευε η μπάλα.
- Της στραβιάς της πούτσας, οι τρίχες την φταίνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον που τα θέλει όλα δικά του, κάποιον που θέλει και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο, κάποιον που θέλει και τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή και τον Ολυμπιακό στη Β Εθνική (ή το ανάποδο), κάποιον που σε τελική ανάλυση δεν ικανοποιείται με τίποτα.

- Κοίτα το μαλάκα, δεν φτάνει που κέρδισε το τζακποτ στο τζόκερ , παραπονιέται γιατί υπάρχει και άλλος νικητής. Εμ βρήκαμε μουνί εμ το θέλουμε και ξυρισμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο υπεραισθησιακών καλλονών από το Ρίο ντε Τζανέιρο που λικνίζεται σε ρυθμούς σάμπα και σε άλλους ρυθμούς λάτιν μουσικής. Το λικνιζόμενο πακέτο δύναται να ωθήσει σε ντελίριο άτομα του ανδρικού πληθυσμού. Ούτοι στην προσπάθειά τους να εστιάσουν σε επίμαχα σημεία, δύναται να οδηγηθούν σε σπερματοέκχυση όπως και σε αύξηση της οφθαλμολογικής πιέσεως που μπορεί να προκαλέσει παρέμβαση του εγκεφάλου όστις δύναται να αποστείλει μήνυμα στους δακρυγόνους αδένες μέσω του νευρωνικού δικτύου με απώτερο στόχο την παραγωγή, απελευθέρωση και έκχυση μικρής ποσότητας δακρύων. Εκ ταύτης της ιδιότητας του το κωλοίριο δύναται να δράσει ως κολλύριο.
Η λέξη κωλοίριο προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων: Κώλοι, Ρίο

Σε πλατεία του Μοσχάτου, την εποχή των Αποκριών, Βραζιλιάνες χορεύτριες συμβάλλουν στην ανύψωση της θερμοκρασίας καταμεσής του Φεβρουαρίου, παρά το κρύο που επικρατεί, πετώντας τα όλα. Σα να λέμε: ...ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.
Δυο φίλοι σχολιάζουν:
- Μαλάκα, ντελίριο!
- Τι ντελίριο; Για κωλοίριο πρόκειται!

(από GATZMAN, 30/06/08)Κάτω από την κόκκινη ομπρέλα φαίνονται οι 2 φίλοι (karn2) (από GATZMAN, 30/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδήλωση τρυφερότητας. Κατ' άλλους, τυπικό σύμπτωμα της μάστιγας του γουτσισμού.

Για να λάβει χώρα μουσουνισμός απαιτούνται ένας μουσουνιστής και ένας μουσουνιζόμενος. Ο μουσουνιστής πλησιάζει τον μουσουνιζόμενο, βάζει τη μουσούδα του στον λαιμό, τους ώμους ή το στήθος του μουσουνιζόμενου και αρχίζει να τρίβεται και να ρουθουνίζει. Συχνά, ο μουσουνιστής πασπατεύει επίσης τον μουσουνιζόμενο και του ψιθυρίζει και διάφορες γλύκες. Το μουσούνισμα είναι συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, προοίμιο για σαχλά.

Η λέξη μουσουνίζω προϋπήρχε κατά πολύ του γουτσισμού. Συναντάται σε ντοπιολαλιές - υπάρχει και ο τύπος μουθουνίζω - και σημαίνει ακριβώς ρουθουνίζω. Αναφέρεται συνήθως στον ήχο που κάνουν διάφορα ζώα όταν πάνε να μυρίσουν και ρουφάνε τη μύτη τους. Για να μην ξεχνάμε και τις ρίζες μας.

- Γούτσου-γούτσου το μωρό μου ... έλα να σε μουσουνίσω λίγο, γλυκό μου ...
- Ναι, ρε καλό μου, αλλά αρχίζει το ματς σε δέκα λεπτάκια ... και ξέρεις πού καταλήγουν αυτά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περάσαμε γαμάτα, φανταστικά, καταπληκτικά, τόσο ωραία, σα να μας παίρνανε πίπες όλο το βράδυ οι καλύτερες γκόμενες. Χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ αντρών για να δώσουν έμφαση στο πόσο καλά πέρασαν.

Όταν η λέξη βέβαια πίπα χρησιμοποιείται στον πληθυντικό, τότε το νόημα είναι ακριβώς το αντίθετο.

- Χθες που λες βγήκα με τη Barbara και την Ιωάννα και περάσαμε πίπα...
- Εγώ πάλι βγήκα με το Γιώργο και το Μήτσο και περάσαμε... πίπες...

Πίπα περάσαμε με τον Αντρέα (από Khan, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.

2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.

Εκ των μουνί και λύσσα.

- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι, αφού μια γκόμενα ανάψει κάποιον καλά καλά (βλέπε ξεροχύνω και σταλάζω), μετά σηκώνεται και φεύγει, οπότε αυτός μένει κυριολεκτικά με την ψωλή στο χέρι!

Επίσης υποδηλώνει την υπέρτατη αποτυχία στο κυνήγι θηλυκών. Με λίγα λόγια ο άτυχος άντρας κινεί με την τσαπού επ' ώμου αρμ, τρώει άκυρο όμως και μένει με το όπλο γεμάτο και πολλή δουλειά για το σπίτι. Ο λιγότερο θαρραλέος/περισσότερο φιλοσοφημένος πάντως αποδέχεται εξαρχής τη μοίρα αυτή και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κάνει την προσπάθεια...

Συναντάται και: (μένω) με το πουλί στο χέρι.

  1. - Τι έπαθα ρε χτες... Πήγα το πιπινάκι σε κάτι ερημιές με το αμάξι και έπεσαν κάτι χαμουρέματα γάμησέ τα... Και πάνω που της βγάζω το στρινγκάκι, την παίρνει τηλέφωνο η μαμά της να επιστρέψει σπίτι αμέσως... Έμεινα με την ψωλή στο χέρι φίλε, κανονικά!
    - Αυτά έχουν οι μαθητριούλες...

  2. - Άκουσα ότι γινόταν μουνοθύελλα χτες στο μαγαζί που πήγατε...
    - Πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Με την ψωλή στο χέρι μείναμε, ως συνήθως...

Egon Schiele, Αυτοπροσωπογραφία με το πουλί στο χέρι (από Khan, 02/02/10)

Δες και με τον πούτσο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό απόφθεγμα-επισήμανση της εγγενούς αδικίας και ανισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.

— Για δες τον τυπάκο με το πορσικό και την ξανθιά...
— Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που λέγεται στη θέα προκλητικών, τουρλωτών, ωραιότατων, αρμονικά κινούμενων γυναικείων οπισθίων, ώστε να τονιστεί πως ακόμα κι ένας κλανιοβομβαρδισμός, κι ακόμα ακόμα ένας ανελέητος τέτοιου είδους χημικός πόλεμος, που θα μπορούσε να προέλθει σε ένα κλειστό δωμάτιο από τα καπούλια ενός τέτοιου μανιτσομάνουλου, μόνο ως βάλσαμο θα μπορούσε να λογιστεί. Θέλει να πει αλληγορικά ο ποιητής πως είναι τέτοια η σαγήνη της όρασης που θολώνει ο νους, ώστε και ένας ανελέητος κλανιοβομβαρδισμός να μπορεί να θεωρηθεί άρωμα.
Η λέξη βάλσαμο θα μπορούσε να λεχθεί και ως μπάλσαμο ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη εκφραστικότητα.

Ένα κάποιο μεσημέρι σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας. Τίποτα δε μαρτυρούσε πως η ρουτίνα σε λίγο θα έσπαγε καθώς εθεάθη στην άκρη του δρόμου ένας κόμματος... μα τι κόμματος.
Δυο φίλοι κεραυνοβολούνται από το θέαμα. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Πω....πω...πω
- Αυτό μόνο έχεις να πεις; Άσ' τα πω... πω ... πω και κοίτα τον ποπό. Φάε ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει. Κοίτα ... κοίτα ρε... Σταμάτησε η κυκλοφορία... Κοίτα οφθαλμόλουτρο που πέφτει, ώρα μεσημέρι ρε... Κοίτα κωλομέρια... Κοίτα πρωκτική κίνηση... Κοίτα αρμονία... Και η κλανιά της βάλσαμο, αδελφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified