Κουράδα η οποία ξεγελάει τον σφιγκτήρα καταλαμβάνοντας με το εξέχον τμήμα της ένα μέρος του χώρου μεταξύ πρωκτού και σωβράκου.
Πωπω θα χεστώ πάνω μου... έχω μια κουράδα σε θέση offside.
Κουράδα η οποία ξεγελάει τον σφιγκτήρα καταλαμβάνοντας με το εξέχον τμήμα της ένα μέρος του χώρου μεταξύ πρωκτού και σωβράκου.
Πωπω θα χεστώ πάνω μου... έχω μια κουράδα σε θέση offside.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.
- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ άσχημη αμφίρροπη κατάσταση, μετά από κρύωμα κυρίως στην κοιλιά.....
Δεν ξέρεις τι να κάνεις, να κλάσεις ή να χέσεις.....
Εχεις συνεχή αίσθηση εκκένωσης. αλλά κάθεσαι και δε βγάζεις τίποτε. Είσαι συνεχώς σ' αυτό το δίλημμα... να πάω τουαλέτα που πήγα πέντε φορές ο δυστυχής, ή να κλάσω να ανακουφιστώ; Μήπως αυτή η έκτη φορά είναι η μοιραία; Μήπως χεστώ όρθιος και γίνω χότζας στην παρέα, στο γραφείο, στη δεξίωση, στο λεωφορείο...
Ρώσσικη ρουλέτα δηλαδή! Και καλά να σε πιάσει σπίτι σου ή γενικά σε χώρο με WC... φαντάζεσαι κλαστοχέστον στη λαϊκή που ψωνίζεις;... στο ταξί που πας σε ραντεβού και έπεσες σε μποτιλιάρισμα;... στο γκισέ της εφορίας με άλλους είκοσι πίσω σου;... στο λεωφορείο, να θες ακόμη δώδεκα στάσεις;...
Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ!...
Σ.Σ.1.
Βέβαια όλα τα παραπάνω, ισχύουν και για το απλό κλασικό χέσιμο έτσι; Μην ξεχνιόμαστε!...
Σ.Σ.2.
Πως σου φαίνεται κλαστοχέστος στο ψάρεμα μεσοπέλαγα; Οχι με καΐκι ή άλλο σκάφος με υποτυπώδη έστω τουαλέτα... όοοοχι! Με βάρκα με κουπιά!...
Αν και δε χρειάζεται, όλοι κατάλαβαν ή το έζησαν, έτσι ένα απλό.....
- Άσε ρε Θανάση, μ' έχει πιάσει κλαστοχέστος εδώ και δυο τρεις μέρες, μ' έχει διαλύσει!.....
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτική της φράσης «Σκατά!».
Χρησιμοποιείται σε στιγμές όπου η λέξη σκατά αδυνατεί να περιγράψει την κατάσταση.
- Τί κάνεις;
- Από το πρωί όλα ευκοίλια μου πάνε...
Got a better definition? Add it!
Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.
Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!
Got a better definition? Add it!
Έπαθα κόψιμο. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, συνήθως αρρώστιας τύπου γαστρεντερίτιδα, ίωση και τα ρέστα και όχι για μια απλή τροφική δηλητηρίαση.
- Άσε σου λέω, τρεις μέρες τώρα μ' έχει πάει αίμα και πανί. Ή που κάθομαι στο θρόνο, ή που τον έχω αγκαλιά...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Σύντομο χέσιμο.
Πάω να στείλω ένα φαξάκι κι επανέρχομαι.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
μεταφ.: εξαιρετικά, πολύ σπουδαία ερμηνεία -κυρίως σε εκτέλεση μουσικού. Πάρα πολύ (για πιοτό).
συνώνυμο: παίζει παπάδες!
Ο τύπος που μοιάζει με τον Μάρλεϊ παίζει στην κιθάρα κωλάντερα!
Χθες πάλι ήπιαμε κωλάντερα και δεν την παλεύω καθόλου σήμερα!
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.
-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!