Further tags

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι περίπτωση λέμε όταν κάτι είναι εξαίρεση, αξιόλογο, ξεχωριστό. Μεταφορικά όμως το λέμε όταν κάποιος είναι παλαβός, αλλού γι' αλλού. Αυτό τονίζεται πιο πολύ όταν λέμε περιπτωσάρα.

  1. - Εγώ είμαι περίπτωση... μπορώ να κοιμηθώ και ας έχω πιει 3 φλυτζάνια καφέ... -Σοβαρά; Απίστευτο!

  2. -Σήμερα θα βγω με τη Λένα, θες να έρθεις; -Τι λες ρε περίπτωση; Αφού έχουμε μαλώσει μ' αυτήνα, δεν το ξέρεις;

  3. - Χτες είδα πάλι το Δημήτρη. Τι μου 'λεγε πάλι χτες η περιπτωσάρα! Έπιασε την κουβέντα για εξωγήινους και ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενθουσιώδης χαρακτηρισμός αντικειμένων που είναι πολύ σούπερ, πολύ ιν, συναρπαστικά. Ενίοτε και σούπερ-ουάου.

Καλά το είδες το πουκαμισάκι που πήρα; Σούπερ-ουάου, έτσι;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τσίλικος, ο φοβερός.

Πολύ βίαιο αυτό το cd.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι καταθλιπτικό και συνήθως βαρετό που σε φέρνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.

-Γαμώ τα κομμάτια, ε;
-Καλό ειναι, δεν λέω, αλλα πολύ κοψοφλεβιά ρε παιδί μου... Βάλε να ακούσουμε κάτι πιο χαρούμενο!

Από το κόβω φλέβες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθήκη κλοπιμαίων ή ναρκωτικών.

Πλέον η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αντικείμενο/-α τα οποία απέκτησε κάποιος τσάμπα ή με «ύποπτο» τρόπο.

- Γαμάτος αναπτήρας! Πού τον βρήκες ρε λαμόγιο;
- Είναι καβάντζα από ένα ξενοδοχείο όπου έμεινα το καλοκαίρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το αγγλικό made in england που σημαίνει κάτι πολύ καλό και ποιοτικά αναβαθμισμένo, άριστο, πρώτο.

Ο Γιώγος ήταν χθες ντυμένος στη μέγκλα...

Βλ. και τέφα, τζετ.

Got a better definition? Add it!

Published

Spectabulous και fabulous μαζί. Κάτι που δεν μπορείς να το περιγράψεις με μόνο μία από τις δύο λέξεις.

-Ήταν καλή η ταινία;
-Spectabulous!

Got a better definition? Add it!

Published