Further tags

Είναι η κατάθλιψη της Κυριακής όταν οι προσδοκίες για κάτι ξεχωριστό ξεθωριάζουν εκεί στις 16.13 το απόγευμα, όπου και παρατηρείται και το peak της κυριακίλας.
Η -ίλα εδώ σε φάση πιο μπλου, αφού.

Κυριακή στην επαρχία, με βροχή απ’ το πρωί
φεύγει όλη η ζωή μας στο φαΐ και στη σιωπή

Γύρω στο νεκροταφείο, εργοστάσια σωρό
τα καλά τα κόμματά μας, θα φροντίσουν και γι’ αυτό

Μονιμότητα, θεά μας, άδυτο προσωρινό
έχεις γίνει της ζωής μας φάντασμα αλληγορικό

Υγιαίνουμε λιγάκι, το ίδιο ευχόμαστε για σας
κι όταν έχουμε επισκέψεις, είμαστε πλοίο της χαράς

Αν θα πάς στον Αϊ Γιάννη, πολυκατοικίες σωρό
οι νεοαριστοκράτες, πάνε τώρα στον Τοτό

Κι όταν δώδεκα σημαίνει, ραντεβού στο Κολιμπρί
ιδεολόγοι και αριβίστες, ευτυχία μαζική

Αργύρης Μπακιρτζής, Χειμερινοί Κολυμβητές, 1981

Billie Holiday - Gloomy Sunday
Στα αγγλικά λέγεται «Sunday night blues/syndrome». Έρευνες έχουν αποδείξει πως η Κυριακή είναι η λιγότερο ευτυχισμένη μέρα της εβδομάδας, πως 4 στους 10 νιώθουν άγχος και θλίψη, πως το 44% ζηλεύει τα Σαββατοκύριακα των συναδέλφων του όταν ακούει τα νέα τους τη Δευτέρα, το 75% δεν βγαίνει καν από το σπίτι, το 46% δεν θέλει να μιλάει σε άνθρωπο. Το λέει η επιστήμη.

Η Κυριακίλα θα σε βρει όπου και να 'σαι
Κάπως έτσι διώξαμε την "κυριακίλα"Από δω

  1. Στα φαγάδικα σήμερα κάνει Κυριακίλα. Οικογένειες με παιδάκια, μαμάδες νταντάδες, πατεράδες μουτρωμένοι

  2. Τι κι αν αύριο δεν δουλεύουμε, την Κυριακιλα δεν τη γλιτώνουμε

  3. Γιουνάιτεντ-Άρσεναλ, Ατλέτικο-Μπαρτσελόνα, Ολυμπιακός-Ρεαλ. Τα τουίτ για την κυριακίλα πιο αστεία από ποτέ.

  4. πόση κυριακίλα να αντέξει μια βδομάδα;

  5. Μέχρι και στο φέισμπουκ έγραψα στάτους σήμερα. Τόσο Κυριακίλα.

Θέμα προς διερεύνηση:

Η Σαββατίλα ειναι η νέα Κυριακίλα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιρρηματική του μορφή, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ακραίο βαθμό, είτε με αρνητική είτε με θετική χροιά. Μάλλον τείνει προς το σλανγκ όταν η χροιά είναι θετική.

  1. Καλά, ψηλάκο, χτες γουστάραμε ελεεινά στη συναυλία. Της πουτάνας έγινε!

  2. Πεινάω ελεεινά ρε πούστη μου, δεν έχω φάει τίποτα απ' το πρωί.

  3. - Και της είπε τέτοιο πράμα στη μάπα ρε συ;;
    - Ναι ρε συ, αφού ο τύπος τον παίζει ελεεινά. Ακραίος τρόμπας.

Δες και τρελός, -ή, -ό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αποκατάστα, μια κατάσταση που δεν είναι καλή.

Χάλια το πάρτυ, αποκατάστα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία ένα η περισσότερα άτομα έχουν λιώσει και συνήθως βρίσκονται υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού. Κοινώς είναι μια κατάσταση γάμησέ τα, ιδιαίτερα όταν το άτομο ή τα άτομα έχουν καταληφθεί από αρνητικά συναισθήματα.

- Άει παράτα με και συ ρε, μέσα στη γαμησετάια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified