Further tags

Του κώλου τα εννιάμερα.

- Η Γεωργία μου είπε ότι παντρεύεται μέχρι το τέλος του χρόνου.
- Καλά, Τ.Κ.9! Τα ξανακούσαμε αυτά!

βλ. και του κώλου τα εννιάμερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες εκφράσεις και δηλώνει την ουσία, το νόημα.

Τι εστί βερίκοκο, δηλαδή ποια είναι η αλήθεια, η πραγματική ουσία.

  1. - Η Μαρία λέει ότι ο Νίκος είναι τρομερός εραστής, λέει ότι δεν έχει ξανανιώσει έτσι ποτέ με κανένα!
    - Ναι ε; Κάτσε να δοκιμάσει μια φορά και την πάρτη μου και μετά θα καταλάβει τι εστί βερίκοκο!

  2. Τόσα χρόνια αρραββωνιασμένη, ρε ομορφιά, και ακόμα να αποφασίσεις να παντρευτείς; Πόσο θα περιμένεις, ακόμα δεν κατάλαβες τι εστί βερίκοκο;

(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλής τρόπος για να μιλήσετε για σεξ χωρίς να το καταλάβει τρίτος (λέμε τώρα...).

Τι έγινε μεγάλε, φάγαμε κρέπα χτες;

Ωραίες κρέπες. (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.

  1. Μαλάκα καλά τη σακουλεύτηκα ότι θα μας την πέσουνε για ξύλο σήμερα, γιατί όλη η παρέα τους είχε φύγει από νωρίς από το μαγαζί...

  2. Καλά, δεν τη σακουλεύτηκες ότι μπορεί να γινότανε σκηνικό με τη γκόμενα και πήγες χωρίς φράγκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλερτάρω, κάνω κατάσταση και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», με την πονηρή έννοια...

  1. - Ρε Κώστα με κοιτάει τόση ώρα... θα πάω να της μιλήσω! - Έτσι ο Μιχαλάκης... Άντε ρε... Παίξε και λίγο μπάλα!

  2. - Ρε συ πάμε να παίξουμε μπάλα με αυτά τα δύο μωράκια; - Πήγαινε να παίξεις εσύ την μπαλίτσα σου... Βαριέμαι εγώ...

  3. - Γιάννη τι έμαθα χθες; Μπαλίτσα με τη Νάνσυ εεε;; - Τι μπαλίτσα ρε... Έναν αναπτήρα ζήτησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφω κάποιον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δηλαδή:

  1. Στα παλιά μου τα παπούτσια
  2. Στα αρχίδια μου
  3. Στον πούτσο μου

Εγώ όταν μιλούσα... εσείς με γράφατε εκεί που δεν πιάνει μελάνι!

(από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.

  1. - Ρε μάνα δε σου είπα να πλήνεις το jean μου;
    - Αύριο θα βάλω πλυντήριο ρε Γιώργο...
    - Ναι καλά... του Αγίου πούτσου ανήμερα!...

  2. - Τι γίνεται ρε συ με το αμάξι... ακόμα συνεργείο ε;...
    - Ναι ρε άσε... 4 μήνες έκλεισε το γαμημένο...
    - Καλά και πότε λες να το πάρεις;
    - Ξέρω γω με τους μαλάκες... του Αγίου Πούτσου ανήμερα!

(από Khan, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ξέρουμε ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.

- Μαρία οι πελάτες ζήτησαν ένα κουταλάκι!
- Τώρα κύριε Κώστα μισό λεπτό!...
- Τώρα όμως!... Όχι του αγίου πούτσου ανήμερα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται όταν κάποιος πωρώνεται για κάποιον λόγο.

- Έπαιξες το καινούργιο PRO;
- Ναι ρε φίλε, έχουμε χύσει κυλοτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified