Further tags

Τον πούλο, τζους, ξεφορτώσου μας.

  1. - Ρε φίλε έχεις ένα κατοστάρικο;
    - Άντε σπάσε ρε πρεζόνι και παράτα μας!

  2. Βαρέθηκα στον υπολογιστή. Δεν σπάμε απο δω να πάμε καμιά τσάρκα να ξελαμπικάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει, γίνεται.

Δεν παίζει: δεν υπάρχει, δεν γίνεται.

  1. Έρχεσαι αύριο σπίτι μου να δούμε τον αγώνα; Θα παίζει και μπύρα.

  2. Μη βγούμε ρε Εξάρχεια σήμερα, έμαθα ότι παίζουν φασαρίες.

  3. - 2 ευρώ.
    - Δεν παίζει ψιλά. Να σου δώσω δεκάευρo;

  4. - Έμαθες κι εσύ οτι η Ρένα κερατώνει τον Νίκο.
    - Αποκλείεται δεν παίζει. Την ξέρω τη Ρένα.

Βλέπε παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμπακος, το πολύ φαΐ, το ντερλίκωμα.

Χτες μας έβγαλε ο Κώστας σε ταβέρνα για τα γενέθλιά του και φάγαμε τον αγλέορα.

(από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπο ρήμα που σημαίνει ότι κάτι αξίζει, είναι γαμάτο, είναι καύλα. Με αυτήν τη σημασία μερικές φορές συναντάται και ως κωλολέει.
Δεύτερη σημασία: συμβαίνει, γίνεται κάτι.

  1. - Καλά φίλε, ο ναργιλές κωλολέει!
    - Γύρνα τον κι από εδώ ρε παρτάκια!

  2. - Γεια σου Γιάννη!
    - Γειάαα... Τι λέει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.

  1. - Καλά, ήπια τέσσερις καφέδες σήμερα κι έχω βαρέσει τσίτες!

  2. - Ηρέμησε ρε μαλάκας! - Δεν μπορώ ρε φίλε, η μικρή δεν σηκώνει το κινητό της και είμαι στην τσίτα! Λες να μου τα φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτι κάποιος είναι λαμόγιο ή επιρρεπής στη λαμογιά (κοινώς, καβαντζοπουστας).

- Να πληρώσω τους καφέδες η τους κέρασε ο Μήτσος;
- Πλήρωσε τους γιατί ο άλλος την έκανε πάου νιάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.

- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.

- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την εμφάνιση ενός προσώπου σ' έναν χώρο. Το ρήμα χρησιμοποιείται όταν η εμφάνιση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή την διαδέχτηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα. Απαντάται συνήθως στο γ' ενικό πρόσωπο και συντάσσεται συχνά με το ουσιαστικό μύτη.

  1. Έχουμε αράξει που λες, και σκάει ο Γιώργος με τη Ducati... Λιώσανε τα γκομενάκια, κρίμα το ψήσιμο που ρίχναμε...

  2. Θα τρώγαμε πολύ ξύλο αν δεν έσκαγε μύτη ο Νίκος που τους ήξερε και μας ξελάσπωσε!

σκάει ένας παλαιστίνιος σ\' ένα μπαρ... (από jesus, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε χρήση επιφωνηματική σημαίνει:
1. Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, αλλά επιθυμώ να ταλαιπωρηθώ κι αλλο. 2. Πάρ' τα μωρή άρρωστη.
3. Απλή έκφραση απογοήτευσης.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιωτικές κοινότητες.
Ετυμολογία (πιθανολογείται): από πορνογραφική ταινία του Γκουσγκούνη.
Ισοδυναμεί με το επιφώνημα «τρομπόνι» ή «τρομπόνι τώρα» ή «ρούφα το τρομπόνι (πουτανίτσα)».

  1. - Πάλι εμένα βάλανε σκοπιά.
    - Έτσι, και τις μπάλες.

  2. - Και μετά την έβαλα στα τέσσερα...
    - Πωπω μαλάκα, και τις μπάλες!

  3. - Πώς πάει; Όλα καλά;
    - Μπα, πίπα-κώλο. Και τις μπάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified