Further tags

Έχει διάφορες αρνητικές σημασίες όπως: είμαι κουρασμένος, βρίσκομαι σε χαώδη κατάσταση, είμαι λιώμα, είμαι κομμάτια, δεν την παλεύω.

  1. - Από τις έξι το πρωί είμαι στο πόδι κι έχω βαρέσει διάλυση...

  2. - Πήγα προχθές στο σπίτι του Τάσου και μιλάμε ήταν σαν βομβαρδισμένο! Μέχρι και τα άδεια κουτάκια μπύρας που πίναμε πριν ένα μήνα βρήκα!
    - Έχει βαρέσει διάλυση ο τύπος, έτσι;

  3. - Έλα, πάμε για ένα ποτάκι ακόμα!
    - Άσε με ρε μαλάκα, από το πρωί πίνουμε, έχω βαρέσει διάλυση! Πάω σπίτι να πιω το γαλατάκι μου και να την πέσω για ύπνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να πάω στην τουαλέτα και να κάνω το χοντρό μου. Μεταφορικά σημαίνει ότι έχω ανησυχία, ανυπομονησία, βιασύνη, αγωνία για κάτι.

Συνώνυμα: κωλοπιλάλα, κωλοσφιξούρα.

  1. - Ωχ μαλάκα μ' έχει πιάσει κόψιμο και δεν κρατιέμαι! Σταμάτα όπου βρεις να πάω στα χωράφια και να ρίξω ένα ποιμενικό!

  2. - Με ρώταγε ο Τάσος πότε θα συναντηθούμε, να του δείξεις και πώς δουλεύει το Cubase...
    - Μπα, τι λες, τόσα χρόνια μας γράφει και τώρα που έχει ανάγκη τον έπιασε κόψιμο να μας δει;

Ενώ άλλοτε εκτρέπεται σε πιο χεβιμέταλ καταστάσεις. (από Khan, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι τις αρνητικές συνέπειες (κούραση, απογοήτευση κτλ.) μιας κατάστασης.

  1. Δεν ξαναγίνομαι administrator, να τρώω όλο το σκατό.
    (από το τραγουδάκι «Δεν ξαναγίνομαι administrator» του Anomaloss, που κυκλοφορεί στο ίντερνετ)

  2. - Τέλος οι μαλακίες... Τόσα χρόνια έφαγα το σκατό, αλλά επιτέλους έγινα φιλόλογος!
    - Μπράβο μαλάκα, θα χεστείς στο τάλιρο τώρα...

  3. (από εδώ)
    «Μπούχτισα στη μιζέρια και τη γκρίνια εδώ πέρα. Βαρέθηκα να κάνω το μαλάκα, να διοχετεύω την ενέργεια μου σε άκυρες φαντασιώσεις και να τρώω καθημερινά όλο αυτό το σκατό στη μάπα. Να πρέπει να γλείψω, να τσακωθώ, να λαδώσω και να μαχαιρώσω πισώπλατα για να κάνω τη δουλειά μου με άθλιες προϋποθέσεις και εξευτελιστικές αμοιβές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας πήρανε χαμπάρι οι ανεπιθύμητοι, ήρθαν και αυτοί (μπουλουκηδόν συνήθως) και χάσαμε την ησυχία μας.

Μόλις στρώσαμε να φάμε χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι από κάτω που ήθελαν να δούνε, λέει, τί κάνουμε. Δεν μπορούσα να μην ανοίξω γιατί πριν από λίγο τους είχα ζητήσει ένα ματσάκι μαϊντανό. Τι να κάνω, τους είπα από ευγένεια να κάτσουν κι αυτοί για φαγητό και βεβαίως έκατσαν χωρίς αναστολές. Πάει το ρομαντικό δείπνο με τον Αντώνη... ο οποίος όλη την ώρα μουρμούραγε με τη μπουκιά στο στόμα και κοιτούσε μόνο το πιάτο του:
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι...
Ευτυχώς (;) οι γύφτοι δεν τον ακούσανε να το λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εθίζομαι σε κάτι. 2. Ξαφνιάζομαι από κάτι και για λίγο «πατάω pause», δηλαδή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός από αυτό.

Βλέπε και τρώω κόλλημα.

  1. - Πού 'σαι ρε; Πώς τα πας;
    - Άσε, είχα κολλήσει μ' ένα RPG στο PC κι έπαιζα δώδεκα ώρες την ημέρα... Ευτυχώς το τελείωσα και τώρα είμαι καθαρός!

  2. - Άκου ένα σολάκι... (παίζει παπάδες)
    - ...!!!
    - Σου άρεσε;
    - ......
    - Ρέε! Ξύπνα! Σου άρεσε;
    - Ωχ ρε μαλάκα κόλλησα τώρα... Εσύ έχεις γίνει παιχταράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μου αρέσει κάτι πάρα πολύ.
  2. Εθίζομαι σε κάτι.
  3. Επαναλαμβάνω κάτι μηχανικά, ξανά και ξανά.

Βλέπε και κολλάω (με κάτι).

1α. - Τρελό κόλλημα έχω φάει με την ντίσκο τώρα τελευταία! Έχω κάνει τον Τραβόλτα εικόνισμα!

1β. - Θέλω να είμαι συνέχεια μαζί της, έχω φάει κόλλημα σου λέω!
- Ηρέμησε ρε χαζομούνη! Θα σε φτύσει στο τέλος έτσι όπως κάνεις!

  1. - Μισό λεπτό να ελέγξω το mail μου και φεύγουμε...
    - Κάθε τρία λεπτά το ελέγχεις, τι κόλλημα είναι αυτό που έχεις φάει;

  2. - Τι γίνεται με τον Άρη; Αμίλητος κάθεται και κάθε λίγο και λιγάκι βγάζει το κινητό από την τσέπη και το κοιτάει...
    - Δεν τά 'μαθες; Χώρισε με τη δικιά του και τώρα έχει φάει κόλλημα. Κοιτάει συνέχεια το κινητό του μπας και τον έχει πάρει τηλέφωνο κι αυτός δεν το άκουσε...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σταματάω (1) να είμαι εθισμένος ή (2) να μου αρέσει υπερβολικά ή (3) να επαναλαμβάνω μηχανικά κάτι.
Πολύ συνηθισμένη είναι η προστακτική β' προσώπου: ξεκόλλα!

  1. Προσπαθώ να ξεκολλήσω απ' την τηλεόραση, αλλά μάταιος κόπος...

  2. - Όλη την ώρα μέταλ ακούω ρε φίλε, όλα τ' άλλα είναι βλακείες!
    - Ε καλά, κι εγώ μόνο μέταλ άκουγα στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά ξεκόλλησα και άρχισα να ακούω και άλλα είδη μουσικής...

  3. - ...και του λέω ξέρω 'γω τι κάνεις εκεί ρε φίλε; Και ξέρω 'γω ο μαλάκας καθότανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα ξέρω 'γώ να πούμε... Ρε, ακούς τι σου λέω;
    - Όχι, μετράω πόσα «ξέρω 'γω» έχεις πει μέχρι τώρα... Ξεκόλλα ρε μαλάκα με το «ξέρω 'γω», πες και τίποτε άλλο!

(από Khan, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει ότι, αν και βρισκόμαστε εν μέσω μουνοθύελλας, πολύ απλά δεν πηδάμε...

Self-explanatory

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified