Further tags

Παροιμία που θέλει να εκφράσει τις περιορισμένες και ευτελείς επιθυμίες των γυναικών και μέμφεται τους προβληματισμούς του γυναικείου φύλου.

- Με έπρηξε η γυναίκα μου να πάει να αγοράσει φόρεμα την περασμένη εβδομάδα και τώρα με πρήζει να την πάω στον Πλούταρχο για να το φορέσει...
- Αγόρι μου πάρ 'το απόφαση. Της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω.

  1. - Τι γίνεται με τον πιανίστα, αρχίσατε τις πρόβες;
    - Αγγούρια... Αν και τα είχαμε συμφωνήσει πριν έναν μήνα, τώρα που τον παίρνω τηλέφωνο να κανονίσουμε μου κάνει νερά...

  2. (από το διαδίκτυο) Πληγωμένο κυκλάμινο από Αθήνα.
    Δημήτρη τον τελευταίο καιρό το αγόρι μου έχει αρχίσει να κάνει νερά, μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι δεν τον πειράζει αν πάω με άλλον άντρα αρκεί να το ξέρει.

βλ. και μουαρέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως μεταβατικό: αφήνω κάποιον ξεκρέμαστο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε.
  2. Ως αμετάβατο: βρίσκω χρόνο να κάνω κάτι, προλαβαίνω, ευκαιρώ. Επίσης, κατουράω, ξαλαφρώνω.
  1. - Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
    - Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!

  2. - Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
    - Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.

  3. - Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
    - Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.

Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.

Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.

Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.

Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα

- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί την απόλυτη βαρεμάρα. Προκαλεί πολύ γέλιο και είναι μάλλον εξαιρετικά περιγραφική.

Δύο φίλοι, ο Ανδρέας και ο Πέτρος, είναι με σκάφος και με δύο κοπέλες που πρόσφατα γνώρισαν, αραγμένοι Κυριακή μεσημέρι σε ένα κολπάκι στην Βουρβουρού. Δεν είναι και πολύ «ψημένοι» με τις κοπέλες και βαριούνται. Ο Πέτρος είναι ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια και λιάζεται, ενώ ο Ανδρέας είναι σε χειρότερη θέση. Του έχουν ανοίξει συζήτηση επί παντός επιστητού ..... Προσπαθώντας να ξεφύγει προτείνει να παίξουν μπιρίμπα. Τα κορίτσια λένε ναι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ όταν φωνάζουν στον Πέτρο να σηκωθεί για να παίξουν, αυτός απαντάει: «ο Πέτρος τώρα, δεν παίζει ούτε τα βλέφαρά του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.

Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.

Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.

  1. - Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
    - Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.

  2. Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...

  3. Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα ρήση η οποία παραπέμπει είτε σε ιδιαιτέρως μικρή βάρκα, είτε σε εξωπραγματικών διαστάσεων χέσα, διότι πώς άλλως να εξηγηθεί το πρόβλημα πλεύσης του συγκεκριμένου πλεούμενου;

Χρησιμοποιείται αντί άλλων σκατολογικών εκφράσεων του τύπου χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί ή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες αντανακλούν πλήρως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην τουρκοκρατία, τη γεωργική παραγωγή και τη ναυτοσύνη του περήφανου αυτού λαού.

  1. - Ελπινίκη, μην αργήσεις το βράδυ γιατί θα έρθει ο κύριος προϊστάμενος για φαγητό.
    - Χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε. Σκλάβα έχω καταντήσει εδώ μέσα γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

  2. ...Ναι, τώρα μου 'κανες τα μούτρα κρέας. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε παπαρόβλαχε που θα μου κάνεις αγωγή. Ρε θα μου κλάσεις μια μάντρα...

Έγειρε γιατί ήταν καταραμένη. (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified