Further tags

Δεν το έκοψες σε στυλ καρπάτσιο (βλ. φωτο) που θέλει ρε παιδάκι μου και μία τέχνη, όπως και να το κάνουμε. Η έκφραση χρησιμοποιείται προφανώς και εκτός της κουζίνας, περιγράφοντας μία κατάσταση την οποία ο χοντροκόψας μάλλον δεν χειρίστηκε με ιδιαίτερη λεπτότητα, ενώ δεν αποκλείεται να υπερέβαλε και κομμάτι.

  1. - Πώς πήγε αδερφέ με το γκομενάκι ψες το βράδυ; Σπρώξαμε;
    - Όχι ακριβώς... Επειδή το 'βλεπα ότι δεν πήγαινε καλά το πράγμα και η κουβέντα δεν ερχόταν στο ψητό, τον πέταξα έξω ξαφνικά και τη ρώτησα αν έχει δει ομορφότερο πούτσο στη ζωή της.
    - Χοντρό τό 'κοψες ρε μεγάλε. Πού να γαμήσεις έτσι;

  2. - Γιατί μαλώσατε ρε συ με το μωρό που σε είδα τις προάλλες;
    - Άντε μωρέ τη μαλακισμένη! Της έκανα μία πλάκα με μία φίλη της και στράβωσε και πήγε και μου χαράκωσε τ' αμάξι από μπρος μέχρι πίσω.
    - Όχι ρε δικέ μου... χοντρό τό 'κοψε η τύπισσα.
    - Ε άμα σε λέω...

(από acg, 02/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την υπόγεια συμφωνία και την αδιαφανή συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

Αντίστοιχες εκφράσεις: τα κάναμε πλακάκια, μεταξύ μας μεταξά

Εμ βέβαια, αφού τα κάνανε τάτσι μήτσι κότσι μεταξύ τους, τώρα μας κάνουν ό,τι θέλουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποείται όταν η μία άσχημη κατάσταση διαδέχεται την άλλη με ολοκληρωτικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, και γενικώς όταν έχει πέσει απίστευτη γκαντεμιά!

- Έμαθες που ληστέψανε τον κυρ-Κώστα; Ο άνθρωπος δεν είχε να φάει...
- Τι να πω ρε συ, ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αναπάντεχη ατυχία, πραγματική ή δυνητική, μετά από αλληλουχία δύσκολων καταστάσεων και δυσμενών γεγονότων.

  2. Υποδηλώνει κάτι το εντελώς περιττό, αταίριαστο ή ανεπιθύμητο, πρόσωπο ή πράγμα.

  1. - Φαντάζεσαι να είσαι κλειστοφοβικός, σε ασανσέρ και να γίνει διακοπή ρεύματος; - Καλά, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

  2. - Κρύψου έρχεται η δικιά σου με την κολλητή της την πρηξαρχίδω! - Όχι ρε μαλάκα, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση του απρόβλεπτου. Όπως δηλαδή η ψωλή κάνει του κεφαλιού της (κυριολεκτικά ή μεταφορικά...) και δεν γίνεται να καυλώσει με το ζόρι, έτσι και αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει ενεργεί χωρίς σχέδιο, ανάλογα με την καύλα (δηλαδή τα γούστα) της στιγμής.

  1. - Έλα ρε, πάμε για κανένα ποτό...
    - Καλά ρε μαλάκα Νίκο, στις έντεκα το βράδυ σου καύλωσε εσένα να βγούμε;

  2. - Τι λες να κάνεις στις διακοπές;
    - Ό,τι μου καυλώσει φίλε, κοπρόσκυλο θα γίνω!

  3. - Μα γιατί η γκόμενα δεν ήρθε στο ραντεβού, αφού αυτή μου ζήτησε να βγούμε...
    - Γιατί έτσι της καύλωσε! Ψάχνεις τώρα να βρεις λογική στις γυναίκες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απύθμενης μαλακίας απάντηση-σχόλιό μου σε συζήτηση, σε άνθρωπο που λέει α κ ρ ι β ώ ς το ίδιο με μένα!.....

Πνεύμα αντιλογίας εκ πεποιθήσεως, στην παρέα και στον καθέναν ξεχωριστά.....
Δεν θέλω να συμφωνεί κανείς μαζί μου, δεν θέλω να το βρίσκει ποτέ πρώτος, δεν θέλω να τον επαινούν, δεν έχω να αντιπροτείνω τίποτε, μπορεί και να μην παρακολουθώ καν τι λέει.....
Φτάνει να μη παραδεχτώ ότι έχει δίκιο, καλύτερη ιδέα, κοντινότερο δρόμο, καλύτερο ξενοδοχείο, φτηνότερο φαγητό, καθαρότερη θάλασσα και ένα σωρό ακόμη που δεν τα πρόλαβα εγώ!.....
Τώρα είναι καλό πράμα αυτό που έχω;

Τελικά όλα αυτά, φυσικά και συμβαίνουν μόνο στην παρέα μας, έτσι, για πλάκα!... (μερικές φορές πάλι, ΟΧΙ!!!)...

  1. Α: - Τελικά το άλλαξα το αυτοκίνητο Θανάση... πήρα το HONDA το
    CIVIC....
    Β: - Ωραίο αδερφέ... και γώ στη γυναίκα μου HONDA πήρα!
    Α: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!...

  2. Α: - Θέλετε να πάμε εκδρομή στη Βουρβουρού; Ωραία θα είναι...
    Β: - Να πάμε, αλλά μέσα απ'το βουνό, μην κάνουμε το γύρο... ξέρω εγώ τον δρόμο...
    Α: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

  3. Άικ: - Να πάμε να ψωνίσουμε, μεσημέριασε, συννεφιάζει, έβγαλε αέρα, θα χάσουμε το μπάνιο λέμε...
    Μάικ: - Πήγαμε και ψωνίσαμε ρε συ, νωρίς το πρωί, κοιμόσουνα...
    Άικ: - Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!
    Μάικ, βαπόρι απ' τη ζοχάδα:- Δηλαδή τι άλλο εκείνο βρε πούστη; πήγαμε και ψωνίσαμε σε λέμε!...

(από Galadriel, 01/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείο / καφετέρια, συνήθως συνοικιακό, όπου επικρατεί πλήρης ανία και αποχαύνωση (δες και εδώ). Από τα χάπια και κατ' αναλογία προς το καφέ σαντάν.

- Έλα, οι άλλοι είναι Ετουάλ - πάμε ν' αράξουμε ... - Όχι, ρε μαλάκα, πάλι καφέ αρντάν ... τι να κάνουμε ... να κόβουμε φλέβεςόλοι μια παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου έχει ίσως σχέση με τον Τζίμη τον Τίγρη, κάπου και με τον τίγρη που είχε βάλει έναν καιρό η ΕSSO στη μηχανή μας. Τώρα πια, χρησιμοποιείται με δύο σημασίες.

Στην πρώτη, την πιο στρέιτ, εκδοχή αναφέρεται σε κάποιον/-αν που έχει έφεση στις πίπες - μια πουτσογλείφτρα, μια ψωλορουφήχτρα τέλος πάντων, που και γουστάρει να κάνει τσιμπούκια και τα κάνει καλά. Γενικότερα, μπορεί να χαρακτηρίζει μια πηδούκλω που το λέει η καρδιά της.

Η δεύτερη σημασία είναι πιο ψαγμένη. Περιγράφει μια κατάσταση στην οποίαν φάγαμε/θα φάμε μεγάλη ήττα και το ζόρι δεν πάει άλλο. Αν νομίζετε ότι ο λάκκος με τα κωλοδάχτυλα είναι τρομακτικός, σκεφτείτε τη φάση όπου εσείς έχετε βγάλει το καυλί στη μόστρα και ο τίγρης έχει ανοίξει το στόμα ... συνεννοηθήκαμε, θα έλεγα.

Για να τονισθεί ακόμη περισσότερο πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα - ή, ενδεχομένως, και πόσο καλές είναι οι πίπες - λέγεται και το τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι. Το λιοντάρι, εν προκειμένω, παραπέμπει στα διάσημα κάποτε Έμπλαστρα Λέοντος - που όντως είχαν σήμα κατατεθέν ένα λιοντάρι.

Και καλά το λιοντάρι. Κυκλοφορούν και διάφορα άλλα - ιδού μια μικρή επιλογή.

Τσιμπούκια ο τίγρης, λοιπόν:

  • με σήμα το ελεφαντάκι
  • με σήμα τον Ψινάκη
  • με σήμα το κουταλοπήρουνο
  • με σήμα την ξανθιά
  • με χαρτόσημο του δημοσίου

    Ως σύνταξη, το τσιμπούκια ο τίγρης παραπέμπει επίσης και σε κλασικές εταιρικές φίρμες συμπαθών επιτηδευματιών όπως π.χ. Οξυγονοκολλήσεις ο Ονούφριος και Σασί-Σαζμάν ο Σοφοκλής. Μένοντας στον κλάδο της πίπας, όμως, υπάρχουν και τα:

  • Τσιμπούκια με δόσεις ο Θεοδόσης

  • Πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια ο Ανάργυρος

    Αυτό το τελευταίο εκφέρεται στο ρυθμό του κοκακόλα καφεδάκι σποράκι ροξάκι παιδιά.

  1. - Πώς την είδες τη φάση, καρντάσι; Σωστή; - Σωστότατη. Έπιασε το κλαρίνο με τη μία, ανάσα δεν πήρα...
    - Αφού στο 'χα πει ρε... Τσιμπούκια ο τίγρης η κοπέλα... Πρώτη ρουφογκαβλέτα.

  2. (Από το surlulu.com)
    «Ο Λευτέρης αρχίζει προπονήσεις, και δικαιούται μια καλή πίπα, οπότε δεν έχω αντίρρηση – ποτέ δεν έχω τέτοιες αντιρρήσεις επειδή ως προσωπικότητα είμαι τσιμπούκια ο Τίγρης ούτως ή άλλως.»

  3. - Πώς ήταν τα θέματα, ρε; Έγραψες τίποτε;
    - Άσε μεγάλε, τσιμπούκια ο τίγρης... Δια μίαν εισέτι φοράν...

  4. - Πώς με βλέπεις στο Γιούρο το καλοκαίρι; Μου δίνεις τύχη;
    - Πώς να σε δω, ρε δύστυχε ... Τσιμπούκια ο τίγρης με σήμα το λιοντάρι σε βλέπω... Αυτά τα πράματα μια φορά γίνονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified