Further tags

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λουόμενος /-η που έχει κατέβει στις πλαζ μας από Βαλκάνια ή Κεντροανατολική Ευρώπη και μετά τα πρώτα μπάνια του/της, και μη γνωρίζοντας τις τεχνικές του σωστού μαυρίσματος, έχει ξεροψηθεί από την ηλιακή ακτινοβολία αποκτώντας το χαρακτηριστικό υποκόκκινο χρώμα του μπαρμπουνιού.

Τις βραδινές ώρες απαντάται σε μίνι-μάρκετ ψάχνοντας για γιαούρτι προκειμένου να αλειφθεί με αυτό στις εγκαυματικές περιοχές, όπως τον συμβούλεψε η ιδιοκτήτρια των ενοικιαζομένων όπου διαμένει.

Δες τα μπαρμπούνια πώς πάνε ντουγρού στο ψυγείο με τα γιαούρτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή δίαιτα την οποία πρότεινε στον Καστράτο η Λουκρητία του Αρκά. Σκοπός της δίαιτας είναι να κόβει την όρεξη πριν τα γεύματα. Αυτό επιτυγχάνεται με το φάγωμα μιας μεγάλης πίτσας πριν κάθε γεύμα ώστε μειώνεται η όρεξη και επομένως η κατανάλωση του φαγητού.

— Τι θα παραγγείλεις;
— Τώρα τίποτα. Κάνω δίαιτα. Έφαγα την πίτσα μου και ευτυχώς δεν πεινάω.

Δίαιτες: του ανανά, της πίτσας, τουκάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.

Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο αιμοσταγές (αλλά και σέξι) βαμπίρ των Καρπαθίων, ούτε στην εν Ελλάδι μετενσάρκωσή του, αλλά στην ακατανόητη και μάλλον φλώρικη ενδυματολογική συνήθεια κάποιων συμπολιτών μας να σηκώνουν τον γιακά σε μπλουζάκια τ. Lacoste ή Polo, θυμίζοντας τον ομώνυμο σινεματικό ήρωα που είχε ως σήμα κατατεθέν τους σηκωμένους γιακάδες του μελανέρυθρου πανωφοριού του.

Γιατί όμως κάποιος τον σηκώνει τον γιακά; Αν και η συνήθεια πρέπει κατ' αρχήν να στιγματιστεί, όπως είπαμε, ως ακατανόητη, μπορούμε να επιχειρήσουμε ορισμένες προσεγγίσεις, κραξίματος χάριν. Μάλλον επρόκειτο αρχικά για ένα είδος σπρετσατούρας, δηλαδή δείχνω πως είμαι πολύ κουλ, δεν τα σκέφτομαι όλα, οπότε δεν σκέφτηκα να κατεβάσω τον γιακά, έτσι το βρήκα έτσι το φόρεσα, ή ξεχάστηκα να το κάνω, επιτηδευμένη ατημέλεια κιέτσ'. Ή ότι επειδή είμαι υπεραπασχολημένος, δεν έχω τον χρόνο να σκεφθώ τις τετριμμένες ενδεχομενικότητες της ένδυσής μου. Ωσεκτουτού, το σήκωμα του γιακά συνηθίζεται σε βουπουδίτες, που προσπαθούν να προμοτάρουν για τον εαυτό τους στυλ πολυάσχολου αλλά και κουλέζου μπίζνεσμαν- μάνατζερ. Εναλλακτικώς, ο γιακάς υποτίθεται ότι σε προστατεύει από δυνατούς ανέμους, οπότε αποτελεί συνήθεια ιστιοφλώρων και άλλων φλωρεντιών, που προσπαθούν να προσδώσουν λίγη αβαντούρα στην υπερβολικά βολεμένη ζωή τους. Ασφαλώς, είναι αστείο όταν κυκλοφορείς με σηκωμένο γιακά εντός λ.χ. ενός αεροστεγούς κλαμπακίου.

Βεβαίως, θα ήταν πιο ασφαλές να πούμε ότι το σήκωμα του γιακά είναι απλώς ένα στυλ, που δεν έχει ντε και καλά να κάνει με κάποια εξήγηση, και ερμηνείες όπως η σπρετσατούρα ή η περιπετειολάγνα επίκληση στην προστασία από τους ανέμους λειτουργούν μάλλον ως α πουστεριόρι αιτιολογικοί μύθοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερο να ψάχνει κανείς την συνάφεια του φαινομένου. Και εδώ νομίζω ότι πρόκειται μάλλον για ναϊντίλα και διαδόθηκε ως ένα κουλέζικο στυλ. Περαιτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα: α) στα νεαρά έφηβα παιδιά που σήκωναν τους γιακάδες χάριν κουλεζισμού, τα λεγόμενα και δρακουλίνια , β) τους μεσόκοπους και άνω, που ήταν είτε μεγαλοαστοί βουπουδίτες, είτε μικροαστούληδες που μιμούνταν ανεπιτυχώς τους πρώτους. Η όλη φάση πήγαινε πακέτο με την κουλτούρα των μπλουζακίων Polo και Lacoste, οπότε οι Δράκουλες ήταν και κροκοδειλάκια, συχνά και δαπόσκυλα. Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν και τα γυαλιά Rayban, έστω περιπτερέημπαν. Σήμερα που η μόδα έχει περάσει προ πολλού, ο κόμης Δράκουλας θεωρείται φριχτά πασέ τύπος, γραφικός και συχνά είναι late αντάρης αποτυχημένος, σαπιοκοιλιάς, καράφλας που παλιμ(κωλο)παιδίζει ασύστολα. Το ίνδαλμα του τοιούτου κόμη Δράκουλα είναι ο Γιώργος Λιάγκας. Πάντως, για τον σηκωμένο γιακά ως διακριτικό κλαμπάρχη δες εδώ.

Το κωμικό εφέ της έκφρασης βέβαια είναι ακριβώς ότι σε αντίθεση με τον ορίτζιναλ κόμη Δράκουλα που ήταν σκληρός και μοβόρος, ο σλανγκικός τοιούτος αποτελεί φλωρεντζέτουλα.

Η έκφραση κυκλοφορεί και ως γιακάς άλα κόμης Δράκουλας, Δράκουλας (σκέτο), Δρακουλίνι (=ο νεαρός Δράκουλας). Συνώνυμο: Καντονά.

  1. - Που πας ρε Δράκουλα με το γιακά σηκωμένο;!;!;!
    - ooooooooooooox, nta3 simera eida kai drakoulini, 8-10 xronon me to giaka sikomeno..ti exoun na doun ta matia mas sto mellon!
    - back apo 20imeres diakopes, oi drakouliarides dustixos kukloforoun akoma!
    - Άντε να δούμε πόσοι Δράκουλες θα κυκλοφορούν αυτό ΣΚ στο ποσείδι, ο θεός να μας φυλάει!
    (Εδώ).

  2. Γιατί για να είμαι ΔΑΠίτης πρέπει να φοράω πόλο μπλουζάκι με σηκωμένο γιακά αλα κόμης δράκουλας και να φοράω Ray Ban Aviator ή τα άλλα τα Carrera και δεν ξέρω ‘γω τι άλλο (Εδώ).

  3. Σε όσους σηκώνουν το γιακά του Λακόστ: Ο µόνος που το 'κανε πριν γίνει µόδα ήταν ο Κόµης Δράκουλας και όλοι ξέρουµε πως κατέληξε αυτή η ιστορία. (Εδώ).

  4. - Με εκνευρίζει αφάνταστα να βλέπω άντρες με σηκωμένους γιακάδες και με ύφος καυλ@μένου κόκορα. Ειδικά κάτι 50ρηδες με μπάκα και καράφλα, αλλά γιακά σε ανάταση, σαν τον Κόμη Δράκουλα...
    Άσε που ως μόδα πάλιωσε πια. Δέκα χρόνια πέρασαν από την εμφάνιση του φαινομένου. Ο Λιάγκας πάντως συνεχίζει ακάθεκτος!

Got a better definition? Add it!

Published