Further tags

  1. Τύπος φαλάκρας που χαρακτηρίζεται από τα εξής: α) Αποτελείται από έναν μεγάλο κύκλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
    β) Μπροστά υπάρχουν κάποια μαλλιά, οπότε η φαλάκρα είτε δεν έχει επαφή με το μέτωπο, είτε υπάρχει έστω ένα ασθενές χώρισμα λίγων τριχών. γ) Τα υπόλοιπα μαλλιά δεν είναι ούτε ξυρισμένα ούτε και τόσο κοντοκουρεμένα, οπότε υπάρχει έντονο κοντράστ φωτοσκίασης μεταξύ φαλάκρας και του υπόλοιπου τριχωτού της κεφαλής. Συνήθως δε τα μαλλιά είναι μαύρα σε αυτήν την περίπτωση, και όχι ξερωγώ ξανθά, άσπρα ή γκρἰζα.

Για τους παραπάνω λόγους σχηματίζεται ένας φωτεινός κύκλος που κάνει μπαμ στο κεφάλι του φέροντος και έτσι θυμίζει το φωτοστέφανο που φέρουν οι άγιοι στις εικόνες. Νομίζω ότι η αναφορά είναι λιγότερο σε ορθόδοξες εικόνες, όπου το φωτοστέφανο περικυκλώνει τον άγιο που τίθεται μετωπικώς, ενὠ περισσότερο παραπέμπει σε δυτικούς πίνακες ρωμαιοκαθολικής έμπνευσης, όπου το φωτοστέφανο συχνά εφάπτεται στο πίσω μέρος της κεφαλής του αγίου (ο οποίος μπορεί να εικονιστεί σε διαφορετικές γωνίες) σαν αιωρούμενο καπελάκι που δεν επικάθεται ποτέ πλήρως. Εξάλλου, η έκφραση οφείλεται στο ότι γίνονται αστεία με την φωτοχυσία που προκαλείται και καλά από μια φαλάκρα όπου αντανακλάται το φως και διαχέεται σε όλον τον γύρω χώρο, οπότε οι ειρωνευόμενοι τον φαλακρό το αποδίδουν καικαλούα σε υπερφυσικό φαινόμενο.

  1. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις που παρομοιάζουν το φωτοστέφανο με ηλεκτρική συσκευή που παράγει πηγή φωτισμού. Οι εκφράσεις αυτές λέγονται ειρωνικά ή αυτοειρωνικά όταν κάποιος προβάλλει για τον εαυτό του ίματζ άγιου, ή όταν κάνει επιδεικτικά μια υπερβολική καλοσύνη ή καλία.

Οι συνηθέστερες:

- βάζω το φωτοστέφανο να φορτίζει
- πρόσεχε μη μείνει το φωτοστέφανο από μπαταρία
- σβήσε λίγο το φωτοστέφανο μαζεύει κουνούπια.

  1. α. - Ρε μαμούχαλε ξύρισέ τα λίγο, που ντρέπομαι να σε γνωρίσω σε γκομενάκια μ' αυτό το φωτοστέφανο που κουβαλάς!

β. ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ; Μιλαω για εναν παχουλο που παντα εκανε την αδελφη με ασπρα μαλλια (αν κι οχι τοσο μεγαλης ηλικιας) κι εναν με χαρακτηριστικη φαλακρα (στυλ φωτοστεφανο) (Εδώ).

  1. α. Είμαι άγγελακι.... απλά τα φτερά μου είναι στο πλυντήριο, και το φωτοστέφανο φορτίζει!! (Εδώ).

β. - μην αγχωνεσαι..σε λιγο θα πεσει η μπαταρια απο το φωτοστεφανο μου.. Ο ναουτενιος δεν μου πηρε αλκαλικες...
Κατι χρησιμοποιημενες μου βαλε ο τσογλανος. (Εδώ).

γ. εγω παω για υπνο τωρα,θα σβησω το φωτοστεφανο να μη μαζευτουν κουνουπια και θα σας δω αυριο!!!φιλακια!!! (Εδώ).

Ο άγιος Ιερώνυμος, διά χειρός Caravaggio. (από Khan, 10/09/12)(από Khan, 14/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδικό παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ’ άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ’ το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν. (από http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tris_kai_to_louri_tis_manas.html)

Και μια άλλη παραλλαγή: κάνουν κύκλο σε δυάδες τα παιδιά και ένα από αυτά, ως μάνα κυνηγά γύρω από το κύκλο το πρώτο που βγαίνει μετά από κλήρωση. Εκείνο για να γλυτώσει από τα χτυπήματα του κυνηγού με το λουρί, έχει δικαίωμα να μπει μπροστά από όποια δυάδα θέλει. Τότε το παιδί που είναι στην εξωτερική σειρά γίνεται το θήραμα. Αν το παιδί που κυνηγά, θέλει να σταματήσει, τότε κρυφά δίνει το λουρί σε όποιο παιδί θέλει της εξωτερικής σειράς και γίνεται εκείνο ο κυνηγός. (http://strimoniko.blogspot.com/2010/07/blog-post_3570.html)

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται για πολυχρησιμοποιημένους, προβεβλημένους όρους αλλά και για να δηλώσει επανάληψη, πολλαπλασιαστικά επίσης, θέλοντας να δώσει έμφαση στην ποσότητα αλλά και για να δηλώσει μια κατάσταση στην οποία υπάρχει δυσπιστία, καχυποψία και περιφρόνηση.

Παράλληλα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια παραφροσύνη που επικρατεί σε μια κατάσταση χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες αλλά έτσι πιο φλου αρτιστίκ...

Ακόμη, ως βρισιά προς τη μάνα σου, οπότε παίρνει μπάλα και το λουρί της...

Συνώνυμα : (τρεις) + και μαλακίες, και κουραφέξαλα, και παπαριές, και τρέχα γύρευε, και άλλα πολλά...

  1. Δεν αντέχω άλλο με τη γραφειοκρατία, υπογραφές, πρωτόκολλα, θεωρήθηκε ο διευθυντής και το λουρί της μάνας. Αμάν πια...

  2. «Φράχτες - ελικόπτερα και το λουρί της μάνας», από άρθρο στο Ποντίκι (http://topontiki.gr/article/25996)

  3. Μια του πούστη, δυο του πούστη, τρεις και το λουρί της μάνας σου ρε γαμημένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπουζουκική περιγραφή των γυναικών την ώρα που χορεύουν. Αναφέρεται κυρίως σε χορούς που σπάνε τη μέση, όπως το τσιφτετέλι.

- Κούνα το να σε δούμε ρε παιδί μου! Κορμάκια να σπάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.

«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.

Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)

(από Khan, 09/06/12)Ως "βούδας" χαρακτηρίζεται πλέον και ο Προκόπης Παυλόπουλος. (από Khan, 13/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του σημασία, δηλώνει επίσης και ότι έχω περιέλθει σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης (ή και πεο- μπλοκαρίσματος αν πρόκειται για άντρα), μπροστά σε ένα θέαμα εκτυφλωτικής ομορφιάς ή κεραυνοβόλας γκαύλας.

Κοινώς, έμεινα σέκος, τα είδα όλα, έμεινα, έπεσα ξερός, μου ήρθε κοκομπλόκο.

- Στην ΝΕΤ καθόταν πίσω από γραφείο που τα έκρυβε όλα. Τώρα στον ΣΚΑΪ όταν έχει καλεσμένους κάθεται μαζί τους σε καναπέ, ρίχνει κάτι σταυροποδάρα και χάνεις το φως σου.
(από το νέτι περί της Πόπης Τσαπανίδου)

- male_20: re paidia eida mia kopela sto shisha 28 xronwn kai mou eipe oti einai par8ena kai htan koukla dhladh exasa to fws mou!!!
(από γνωστό φορούμιο)

Ποπάρα (από Vrastaman, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοίτα το πουλάκι: τα βγάζω όλα έξω, εμφανίζομαι τσιτσίδι! Κλασικός μπαμπαδισμός.

Βλ. και βυζανάδειξη.

- Μολονότι η ηθοποιός Jessica Biel ομολογεί στην Daily Mail ότι φρίκαρε από το γεγονός ότι είδε τις γυμνές σκηνές με την ίδια να κατακλύζουν το internet, υποστηρίζει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τα «ξαναπετάξει» για κάποια άλλη ταινία στο μέλλον.
(εδώ)

- India Reynolds... για άλλη μια φορά τα πετάει έξω και μας αναστατώνει...! (εκεί)

- Η Holly Peers τα πετάει όλα έξω… μην την χάσεις με τίποτα!
(παραπέρα)

H Αγγέλα τα πετάει. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified