Further tags

Γίνομαι έξω φρενών.
Σε ειδικές περιπτώσεις σημαίνει ότι έχω υπερβολικές απαιτήσεις.

  1. - Μαρίνο, καλή η καινούργια καθηγήτρια γερμανικών ρε;
    - Άσε με ρε με την #@#$%^&*!!!!
    - Καλά ρε συ, μια ερώτηση έκανα... μην πιάνεις τον Θεό απ' τ' αρχίδια!

  2. - Ρε Βούλα πήρες τηλέφωνο τον υδραυλικό να δεις πόσο θα κοστίσει η ζημιά;
    - Πήρα.
    - Και;
    - Ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, τη γιαγιά τον παππού του και καπάκι έπιασε και τον θεό απ' τ' αρχίδια και καθαρίσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάνουμε προσπάθειες, όμως αυτές πέφτουν στο κενό.

Επίσης, όταν ασχολούμαστε με κάποιον που δεν αξίζει γιατί δεν χαμπαριάζει τι του λες.

  1. - Ρε Μπάμπη, αυτός ο προπονητής ο καινούργιος τι λέει;
    - Βρε αυτός καλός είναι αλλά η ομάδα γενικά είναι για το πέος... Δεν πα' να φωνάζει αυτός; Τζάμπα καίει η λάμπα...

  2. - Α ρε Μάνο... πάλι ρε κατούρησες στο ψυγείο; Εντάξει, έχει και αυτό φωτάκι αλλά είναι για άλλη δουλειά ρε συ... Αλλά τι μιλάω, αφού με δαύτον χάνω τα λόγια μου... Τζάμπα καίει η λάμπα!

(από Khan, 13/04/11)

Συνώνυμα (με τη δεύτερη σημασία), το ρετιρέ ξενοίκιαστο, χάνει το άτομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιήται για να περιγάψουμε τον τρόπο που θα κάνουμε (ή που έγινε) ένα πέσιμο. Συνήθως προφέρεται από οπαδούς ομάδων που πρόκειται να πραγματοποιήσουν επίθεση στους αντιπάλους φιλάθλους.

- Ρε σεις, να είστε έτοιμοι γιατί σε δύο λεπτά θα το σφυρίξει. Να έχετε έτοιμα τα καδρόνια.
- Ησύχασε ρε Νώντα, δεν ξεφεύγει ρουθούνι. Τέτοιο ξύλο θα το πάρουνε μαζί τους στην Αθήνα. Αλήθεια ρε, από ποια θύρα θα τους την πέσουμε;
- Δεν διαλέγουμε ρε Μπάμπη, ντου από παντού ρε!!!

(από polemarxos90, 10/11/10)(από Khan, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκοποιημένη έκφραση γνωστού διαφημιστικού σποτ (2 σε 1), η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την δισυπόστατη φύση μίας κατάστασης ή ενός ανθρώπου και μάλιστα στην τιμή του ενός. Πολύ βολικό πράμα αν με ρωτάτε.

1
- Λοιπόν, καταλάβατε; ΣΚ θα είστε όλοι στο γραφείο από τις 8:30, άντε 9:00, για το σεμινάριο. Α, και μη διανοηθεί κανείς να φύγει πριν τις 5:00. - Μα...
- Μαμάκια. Και τώρα σκέφτηκα, αντί να κάνουμε μπρέηκ για φαγητό, θα τσιμπήσουμε κανα σαντουιτσάκι στα όρθια και θα καθήσουμε να βγάλετε και τίποτε δουλειά για την επόμενη βδομάδα γιατί έχετε μείνει πίσω.
- Τώρα μάλιστα. Εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας...

2
- Μηνά, μάντεψε. Πήρε τηλέφωνο η μαμά και έρχεται να περάσουμε το Πάσχα μαζί. Μας πεθύμησε μωρέ η καημένη και θέλει να μας δει. - ...
- Α, είναι ευκαιρία τώρα που θα είναι εδώ να την πετάξεις να δει τις φίλες της στην Ερυθραία, στη Βάρη, στο Αιγάλεω και στα Βριλήσσια, ε Μηνά μου; - Εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ. Ωρρρραίο Πάσχα θα κάνουμε...

3
- Καλά ρε άρρωστε, τα 'χεις με την ξαδέλφη σου την Ευμορφία;
- Κατ' αρχήν δεύτερη ξαδέλφη. Κατά δεύτερον ο σοφός λαός λέει στην ξαδέρφη και στη θειά, ένα μέτρο πιο βαθιά. Οπότε κι εγώ την έχω και ξαδέλφη και γκόμενα.
- Εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ δηλαδή. Ζαγοραίος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που προηγείται της έκφρασης και σκοπίμως το παραλείπει ο λαϊκός ποιητής είναι το «δεν τη γαμώ...», δηλαδή μιλάμε, είτε για μπάζο ολκής, είτε για πολύ εκλεκτικό γαμίκο, ο οποίος μπρος στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί σαβουρογαμόσαυρος δε γαμεί ούτε με ξένο πούτσο. Έκφραση τίγκα σουρεάλ λέμε.

- Πω πω πω πω! Τι απίστευτος μούνος είναι αυτή η Φρόσω ρε δικέ μου.
- Ποια Φρόσω; Όχι η Φρόσω η γνωστή που είναι σα μαούνα...
- Αυτή είναι γυναίκα! Τρία στρέμματα. - Ούτε με ξένο πούτσο αδερφέ. Δε μου λες, ήσουν πάντα τέτοιος σαβουρογάμης ή έχεις καιρό να γαμήσεις και έχεις σαλτάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται απο τις λέξεις ψωλή (ή αλλιώς πούτσα, μαλαπέρδα κτλ) + το ρήμα βαράω -ώ, -άς, -ά, -άμε (για ομαδικό ψωλοβάρεμα), -άτε, -ούν).

Ενίοτε, χρησιμοποιούμε την σύνθετη αυτή λέξη για να περιγράψουμε την γνωστή και προσφιλή πράξη της μαλάκυνσης... κοινώς του αυνανισμού... της μαλακίας ντε... (παραδειγμα #1).

Αλλες φορές πάλι περιγράφει το εργασιακό ωράριο των δημοσίων υπαλλήλων (παράδειγμα #2).

  1. (Διάλογος μεταξύ φίλων. Ο Νίκος δεν είναι παρών) - Μαλάκα, ο Νίκος ψωλοβαρούσε χτες επι 3 ώρες με τα περιοδικά που του έδωσες τις προάλλες...

  2. (Στο τηλέφωνο, διάλογος μεταξύ δύο ιδιωτικών υπαλλήλων. Μιλάνε για τον Νίκο) - Μαλάκα τα έπαιξα στην δουλειά... Μας έχει σκίσει το αφεντικό. Και να φανταστείς αυτό το αρχίδι ο Νίκος ψωλοβαράει όλη μέρα στην εφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδιαφέρουσα ρήση η οποία παραπέμπει είτε σε ιδιαιτέρως μικρή βάρκα, είτε σε εξωπραγματικών διαστάσεων χέσα, διότι πώς άλλως να εξηγηθεί το πρόβλημα πλεύσης του συγκεκριμένου πλεούμενου;

Χρησιμοποιείται αντί άλλων σκατολογικών εκφράσεων του τύπου χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί ή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες αντανακλούν πλήρως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην τουρκοκρατία, τη γεωργική παραγωγή και τη ναυτοσύνη του περήφανου αυτού λαού.

  1. - Ελπινίκη, μην αργήσεις το βράδυ γιατί θα έρθει ο κύριος προϊστάμενος για φαγητό.
    - Χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε. Σκλάβα έχω καταντήσει εδώ μέσα γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

  2. ...Ναι, τώρα μου 'κανες τα μούτρα κρέας. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε παπαρόβλαχε που θα μου κάνεις αγωγή. Ρε θα μου κλάσεις μια μάντρα...

Έγειρε γιατί ήταν καταραμένη. (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνη η καφέ λωρίδα στο βρακί μετά την κλανία...

- Παιδί μου τί 'ναι τούτο;
- Τι να κάνω μάνα... Είχα πονόκοιλο και μού 'φυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...

- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified