Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...
- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...
Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...
- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...
Βλέπε και τοίχο-τοίχο.
Got a better definition? Add it!
Τσιγκλάω. Ερεθίζω κάποιον με πειράγματα. Περιπαίζω, μάλλον εκνευριστικά.
Πολλές φορές, το τσίγκλισμα και τα πειράγματα λειτουργούν ως κίνητρο για να κάνει κάποιος αυτό που θέλουμε - κατ' επέκταση κουλαντρίζω φτάνει να σημαίνει και 'ωθώ κάποιον σε κάτι, τον πείθω, τον φέρνω στα νερά μου'.
Σε ορισμένες χρήσεις, το κουλαντρίζω αποσυνδέεται από τα πειράγματα και σημαίνει απλώς 'φέρνω βόλτα, κάνω κουμάντο' - όπως λέει ο ορισμός τού didikong. Τότε λέγεται και για ανθρώπους και για καταστάσεις.
- Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην Τούμπα, βρωμοσκούληκα ... 3-0, τζάμπα πράμα ...
- Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν έχω όρεξη σήμερα.
Καλά, είναι μεγάλη πουτάνα η Αφροδίτη ... τον κουλαντρίζει μια χαρά τον δικό της και της κάνει όλα τα γούστα ... γιατί, του λέει, τι παραπάνω έχει ο Χατζηπαπάρας και πήρε στην κερία του Λουί Βουϊτόν και θα την πάει το Πάσχα και Ταϊλάνδη ... ε, κι ο μαλάκας έρχεται στο φιλότιμο και τα σκάει κανονικά ...
Μη σκας, ρε Μαράκι, για τα λεφτά ... κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα χρωστούμενα ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βαρέθηκα και φεύγω.
- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση η οποία υπονοεί την απόλυτη βαρεμάρα. Προκαλεί πολύ γέλιο και είναι μάλλον εξαιρετικά περιγραφική.
Δύο φίλοι, ο Ανδρέας και ο Πέτρος, είναι με σκάφος και με δύο κοπέλες που πρόσφατα γνώρισαν, αραγμένοι Κυριακή μεσημέρι σε ένα κολπάκι στην Βουρβουρού. Δεν είναι και πολύ «ψημένοι» με τις κοπέλες και βαριούνται. Ο Πέτρος είναι ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια και λιάζεται, ενώ ο Ανδρέας είναι σε χειρότερη θέση. Του έχουν ανοίξει συζήτηση επί παντός επιστητού ..... Προσπαθώντας να ξεφύγει προτείνει να παίξουν μπιρίμπα. Τα κορίτσια λένε ναι με μεγάλο ενθουσιασμό, ενώ όταν φωνάζουν στον Πέτρο να σηκωθεί για να παίξουν, αυτός απαντάει: «ο Πέτρος τώρα, δεν παίζει ούτε τα βλέφαρά του».
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στον απόλυτα έντονο και «φρέσκο» έρωτα. Συχνά χρησιμοποιείται από φίλους του παθόντα με σκοπό τον χουλιαμά.
Επίσης το χρησιμοποιούμε και αναφερόμενοι στα «θέλω» των ανδρών.
- Πως πάει η σχέση σου με την καινούργια κοπέλα; - Μεγάλη καψούρα.
- Θέλω την καινούργια alpha romeo brera. Μεγάλη καψούρα την έχω.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για το υπέρτατο κάψιμο από τον ήλιο.
Αποτελεί τον απόλυτο συνδυασμό του κάψιμο και κάηκα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον από γυναίκες οι οποίες αφιερώνουν ατελείωτες ώρες στην παραλία με σκοπό να μαυρίσουν.
- Δώδεκα ώρες ήμουν στην ξαπλώστρα για να μαυρίσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να καώ. 7 γιαούρτια έβαλα μόνο στην πλάτη μου...
- Αγάπη μου εσύ δεν κάηκες απλά, καψοκάηκες !
Got a better definition? Add it!
Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.
- Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
- Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
- Ωχ! Και τι έκανες;
- Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!
- Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
- Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
- Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φεύγω γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, βάζω τα πόδια στους ώμους, την κοπανάω, το σκάω.
- Μόλις άρχισαν οι απειλές για αποβολή, οι περισσότεροι λακίσανε από την κατάληψη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τρώω τούμπα, συνήθως από γλύστρα ή παραπάτημα, και απλώνομαι φαρδύς-πλατύς στο έδαφος.
Λέγεται επίσης πολύ και όταν κάποιος πέφτει από ποδήλατο.
Γενικά, αναφέρεται σε πέσιμο απροσδόκητο και θεαματικό που, σε πρώτη φάση τουλάστιχον, προκαλεί τη θυμηδία των παρισταμένων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι οδυνηρές αλλά ποτέ τραγικές.
Αν πούμε «το αγόρασε το οικόπεδο σε καλή τιμή» σημαίνει ότι ο παθών τη γλύτωσε χωρίς πολλά πολλά. Αν πάλι πούμε «ακριβά το πήρε το οικόπεδο» σημαίνει ότι χτύπησε μάλλον άσχημα.
Συγγενή λήμματα: μπίστος, σαβούρδα, τρώω σάρα, σαούλι, σούπα
- Πρόσεχε τώρα που θα βγεις, γλυστράει. Τώρα που ερχόμουν είδα έναν που σαβουρντίστηκε ... δυο στρέματα οικόπεδο αγόρασε ... εκεί, Πρίγκηπος Νικολάου και Ιπποδρομίου που είναι και λίγο κατηφορικά ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
- Τόσον καιρό τον υποστήριζα και τώρα που ήρθε η ώρα δείξει αν είναι φίλος, με άδειασε κανονικά!
- Εγώ στά 'λεγα: μεγάλο καθίκι ο Ρένος!
- Πότε θα πάμε για κανένα καφεδάκι;
- Θα σε πάρω από βδομάδα, γιατί τώρα δεν αδειάζω καθόλου.
- Βαρέθηκα σε αυτό το μαγαζί, σαλούν είναι!
- Πάω να αδειάσω μια στιγμή και φύγαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified