Further tags

Τεμπελιάζω, μαλακίζομαι, κωλοβαράω και άλλα ωραία.

- Ρε μαλάκες μην δουλεύετε τόσο θα πάθετε τίποτα.
- Χέσε μας ρε Τάσο, είπαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα και μας την λες;
- Διάλειμμα από τι ρε, αφού όλη μέρα ψωλάρετε.
- Ρε άσε τις μαλακίες και κράτα το σκορ, 5-3 είμαστε και πάω για διπλό. Φτού! Ασσόδυο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, το παραμύθι. Καθότι οι ψωλές δεν έχουν φτερά, η φράση υποδηλώνει οτιδήποτε ψεύτικο.

- Είπε ο Σπύρος ότι πήγατε στην Ίο οι τρεις σας κι ότι γάμησε καλά.
- Ναι, εντάξει. Ψωλές με φτερά. Πήγε να ρίξει γλωσσόφιλο σε μια Ιταλίδα και του έριξε σπρωξίδι γιατί είχε γκόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ελεεινή ανδρική έκφραση που δηλώνει πληθώρα ευκαιριών για άκρατη σεξουαλική δραστηριότητα: περίσσευμα μουνιών, μουνοθύελλα, που δύσκολα μπορεί κανείς να διαχειριστεί μόνος.

Στην κυριολεξία σημαίνει «δεν προλαβαίνεις να γαμάς, χρειάζεσαι κι άλλες ψωλές».

- Πήγα στη Μήλο τον Αύγουστο, λίγο να ησυχάσω, να ξεκουραστώ. Εσύ είσαι που το λες; Έπεσα σε εκδρομή τρίτης λυκείου με κάτι λυσσάρες από Θεσσαλονίκη, ψωλές να 'χεις να γαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη κι' ήφτανες στο φεγγάρι και 'δα θωρώ τ'αρχίδια σου κ' ήκαμες μαξιλάρι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'σουν όμορφη και 'ποκαμάρωνα σε και 'δα στην τρύπα του μουνιού θωρώ σε και κοιμάσαι.[/i]
  • [i]Ψωλή μου που 'κανες τσαντίρι το σεντόνι και 'δα που σε χρειάζομαι σε πήραν οι δαιμόνοι.

[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.

Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.

(από kounelos66, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηδάω/γαμάω κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως μεταφορικά. Βλέπε και ψωλιά.

- Πόσο ήρθε ο αγώνας;
- Πέντε-μηδέν... Μας ψωλιάσανε κανονικά!

βλ. και τη γάμησες, την πουτσίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή σημαίνει: τραβάω μαλακία και χρησιμοποιείται, και κυριολεκτικά, αλλά και για να δείξουμε ότι βαριόμαστε.

Κυριολεκτικά:
- Που είναι ο Γιάννης ;
- Άστα φίλε, ντρέπεται να βγει έξω πια...
- Γιατί ;
- Τον έπιασε ο διευθυντής του σχολείου να ψωλοβαράει στην τουαλέτα!
- Α, το μαλάκα!

Μεταφορικά:
- Που είσαι χαμένος ρε τόσο καιρό ;
- Αφήστε παιδιά είχα πάθει κατάθλιψη και ψωλοβαρούσα όλη μέρα στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται απο τις λέξεις ψωλή (ή αλλιώς πούτσα, μαλαπέρδα κτλ) + το ρήμα βαράω -ώ, -άς, -ά, -άμε (για ομαδικό ψωλοβάρεμα), -άτε, -ούν).

Ενίοτε, χρησιμοποιούμε την σύνθετη αυτή λέξη για να περιγράψουμε την γνωστή και προσφιλή πράξη της μαλάκυνσης... κοινώς του αυνανισμού... της μαλακίας ντε... (παραδειγμα #1).

Αλλες φορές πάλι περιγράφει το εργασιακό ωράριο των δημοσίων υπαλλήλων (παράδειγμα #2).

  1. (Διάλογος μεταξύ φίλων. Ο Νίκος δεν είναι παρών) - Μαλάκα, ο Νίκος ψωλοβαρούσε χτες επι 3 ώρες με τα περιοδικά που του έδωσες τις προάλλες...

  2. (Στο τηλέφωνο, διάλογος μεταξύ δύο ιδιωτικών υπαλλήλων. Μιλάνε για τον Νίκο) - Μαλάκα τα έπαιξα στην δουλειά... Μας έχει σκίσει το αφεντικό. Και να φανταστείς αυτό το αρχίδι ο Νίκος ψωλοβαράει όλη μέρα στην εφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified