Ακριβές συνώνυμο της Λέζα
- Άντε ρε θα βγούμε καθόλου απ' το σπίτι; Μέσ'τη μπέχρα είμαι σήμερα
Ακριβές συνώνυμο της Λέζα
- Άντε ρε θα βγούμε καθόλου απ' το σπίτι; Μέσ'τη μπέχρα είμαι σήμερα
Got a better definition? Add it!
Published
Είναι μια ακόμα λέξη για να χαρακτηρίσουμε το πόσο μεθυσμένος η μαστουρωμενος είναι κάποιος.
- φίλε ήπια δύο τσιγάρα και είμαι ζάντα
Got a better definition? Add it!
Published
Η υπέρτατη ένωση των Λέζα και Ζάντα. Όταν κάποιος βρίσκεται σε ένα απίστευτο επίπεδο μέθης ή μαστούρας και είναι τόσο αδρανής που δεν έχει την παραμικρή ικανότητα να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον του.
- Μαλάκα κοίτα τον Γιώργο, είναι λεζάντα.
- Πω ρε φίλε ποιός τον μαζεύει πάλι.
Got a better definition? Add it!
Published
Βγαίνει από το όνομα μεξικάνικης αλυσίδας φαστφουνταδικων που λέγεται Chipotle. Συνώνυμο του με πάει σερπαντίνα και και δηλώνει το πόσο απίστευτη ήταν η διάρροια.
- Φίλε μην πας στην τουαλέτα
- Γιατί;
- Τσιπότλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Χαρακτηρισμός κατάστασης που περιγράφει κατάσταση υπερβολικής δουλειάς.
Σήμερα δούλευα σέρβις είχαμε 23 παρέες, μπρεικντανς χορεύαμε όλοι οι σερβιτόροι
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.
Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.
Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.
Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.
Got a better definition? Add it!
Γαλοπούλα λέμε κάποιο άτομο όταν του συμβαίνει κάτι και κάνει σαν να έχει πάθει επιληψία , ταράζεται και γενικότερα τρελένεται, ή σκάει Μάντι
Ρε ο Φάνης κόπηκε πάλι με 3,5 στο μάθημα και μεταμορφώθηκε σε γαλοπούλα
Ηρέμησε ρε μαλάκα μην κάνεις σα γαλαπούλα άραξε όλα καλά θα πάνε
Καλά έπρεπε να δείς τον Γιώργο όταν έχασε στο fifa τρελή γαλοπούλα
Got a better definition? Add it!
Όταν θέλουμε να πούμε : άρπα κόλλα , ότι νάναι , γενικότερα να δηλώσουμε ότι πλέον δεν μας νοιάζει κάτι και τα γράφουμε σταματάμε να νοιαζόμαστε για κάτι ή όταν θα κάνουμε κάτι χωρίς σοβαρό σκοπό.
Έχεις διαβάσει για αύριο; Ή θα πάμε Αρίμπας;
Καλά οι 300 στη Σπάρτη τι αρίμπας έκαναν που πήγαν να πολεμήσουν μόνοι τους ολόκληρο στρατό.
Ο Νίκος full αρίμπας έτρεχε γυμνός στην παραλία χθες το βράδυ κρατούσε δύο αγγούρια και τραγουδούσε τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ.
Got a better definition? Add it!
Αυτό το περίεργο πράγμα - κυματισμός που παθαίνουν τα δάχτυλα μας όταν μένουν πολλή ώρα στο νερό.
Έκανα μπάνιο τόση ώρα που φαρφάτιασαν τα χέρια μου.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιο φρούτο ή λαχανικό χαλάει και η επιφάνειά του εμφανίζει κυματισμούς αντίστοιχους με αυτούς του δέρματος των δαχτύλων (βλ. Ορισμό 1)
Ρε συ από ποτέ τις έχουμε αυτές τις ντομάτες; Έχουν αρχίσει να φαρφατιάζουν.
Got a better definition? Add it!