Δροσίζομαι από ελαφρύ αεράκι.
Τι ωραία! Εδώ ξαερίζεις μια χαρά.
Δροσίζομαι από ελαφρύ αεράκι.
Τι ωραία! Εδώ ξαερίζεις μια χαρά.
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.
- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!
Got a better definition? Add it!
Η αρνητική απάντηση σε πρόταση εξόδου, φτιαξίματος, γάμου κ.ό.κ. Συνήθως τη ρίχνει η γυναίκα και την τρώει ο άνδρας.
Το ρίχνω χυλόπιτα σε άλλες γλώσσες: einen Korb geben (γερμανικά, «δίνω ένα καλάθι»), dar calabazas (ισπανικά, «δίνω κολοκύθες»)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που εκφράζει θυμό, τσαντίλα, αγανάκτηση.
- Μόλις μου είπε οτι με τα λεφτά για το νοίκι αγόρασε γούνα, έγινα Τούρκος!
Got a better definition? Add it!
Slang παλαιάς φρουράς. Δηλώνει πώρωση, φανατισμό, και απόλυτη αφοσίωση - κάτι σαν τα ακόμη αρχαιότερα «και ξερό ψωμί» και «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά».
Μπάοκ και τα μυαλά στα κάγκελα ρε κουφάλες!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει.
- Κάτσε να φέρω τριάρες τώρα ρε αρχίδι και θα δεις!
- Θα μου κάνεις τα τρία δύο...
Got a better definition? Add it!
Παλιός όρος που αντικαταστάθηκε από τους τα σπέρνω και τα σπάω - είμαι πολύ άτομο, τα πάω πολύ καλά σε κάτι, νικάω κ.τ.λ.
- Θα σας σκίσουμε την Κυριακή, γαυράκια!
- Θα μας κάνετε τα τρία δύο, κωλοχανούμια...
Βλ. και όλα τα λέιζερ πάνω μου (εδώ, σε μένα)!, φτύνομαι / φτου μου, φτου μου, με πάω με χίλια, δοξάστε με!
Got a better definition? Add it!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος!
Καλοί οι Satan's Rejects, αλλά οι Censored Sound σπείρανε!
Got a better definition? Add it!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!
Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.
Got a better definition? Add it!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!