Further tags

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Καταστρέφω ολοσχερώς αυτοκίνητο ή άλλο όχημα με με μετωπική σύγκρουση. Προέρχεται προφανώς από το χαρακτηριστικό σχήμα που παίρνει το όχημα, το οποίο μοιάζει με φυσαρμόνικα.

- Άσε ο Ζάχος, το 'χε δεν το 'χε ένα μήνα το αυτοκίνητο, το έκανε φυσαρμόνικα. Ήπιε λίγο παραπάνω και σε μια στροφή ξέχασε να στρίψει, έπεσε πάνω σε μια μάντρα.

(από Vrastaman, 27/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λέξη πασπαρτού που περιγράφει οποιοδήποτε μικροαντικείμενο, μαραφέτι, εξάρτημα, μπλιμπλίκι, γαμίδι ή ψιψιψόνι.

- εγώ παιδιά έχω κόψει αρκετά σκατολοιδια που έπαιρνα, έχω καταργήσει τελείως τα αλλαντικά και βέβαια μποϊκοτάρω τα αναψυκτικά τύπου cola (ανοργασμικό παραλήρημα γκρηνιάρας από φόρουμ)

- συναντήθηκα το πρωί κατά τις 10 με την αδελφή της μαμάς μου ήθελε να μου δώσει κάτι ...βρακιά :-) να τα παω στη μανά μου όταν παω στο νησί...μετά χάζεψα στις βιτρίνες , πήγα στο Χόντο , πήρα διάφορα σκατολοιδια από εκεί, αγόρασα και ένα φουστανάκι, ένα βιβλίο και μετά άραξα σε ένα καφέ στην πλάκα και ήπια ...νερό.....γιατί καφέ είπαμε γιόκ και χαζολόγησα και διάβασα λίγο από το βιβλίο μου......αυτααααα..... (Συναρπαστική αφήγηση από φόρουμ σε thread με τίτλο «Girls just wanna have fun!» – παρακαλείται κάποιος να βάλει τέλος στο μαρτύριο του εν λόγω girl).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ψέματα, οι λόγοι κενοί περιεχομένου.

Παράγωγο του φουμάρω, δηλ. καπνίζω. Φούμαρο=καπνός, λόγια που απομακρύνονται όπως ο καπνός. Προέλευση από τα λατινικά, συναντάται και σε πολλές λατινογενείς γλώσσες ακόμα και σήμερα.

  1. Αποσπάσματα εφημερίδων:
    «Φούμαρα» οι μελέτες. Aυτό υποστηρίζει ο Mιχ. Φυτούσης, πρώην Πρόεδρος της ΔEYAX επικαλούμενος επιστολή του TEE.

2.«Φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες» ήταν οι υποσχέσεις των υπουργών Οικονομίας Νίκου Χριστοδουλάκη και Υγείας Κ. Στεφανή, σχετικά με το θέμα της κάλυψης των ελλειμμάτων των εφημεριών, αφού μόνο στο ΠΠΝ Ρίου, που το έλλειμμα φθάνει τα 340.000 Ευρώ, το ποσό που πρότειναν δεν ξεπερνάει τις 30.000 Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. pappardelle, πληθ., τύπος ζυμαρικού ] που περιγράφει τα κούφια λόγια, την φλυαρία και τις ανοησίες.

Στα νεοελληνικά πιθανότατα η πιο κοντινή έκφραση είναι οι αρχιδιές ή παπαριές.

- Ρε, ο γείτονας στη Χαλκιδική είναι μεγάλο λαμόγιο. Μόλις πήρα γραμμή ότι παίρνει νερό από εμάς και τού ζήτησα εξηγήσεις, άρχισε να μού πετάει κάτι άκυρες παπαρδέλες. Είσαι που είσαι πονηρός, τουλάχιστον να φανείς άνδρας και να ζητήσεις συγγνώμη, γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόλπο / τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον, με υστεροβουλία και πονηριά.

Ρίζα από τα τουρκικά [τουρκ. tertip -ι], πιθανώς προέλευση από τα φαρσί.

Συχνότατα χρησιμοποιείται σε συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρος, περιγράφοντας τα ψέματα και τις κενές υποσχέσεις πολιτικών.

  1. Τίτλος άρθρου της Ελευθεροτυπίας:
    «Χορτάσαμε από τερτίπια μεταμοντερνισμού»

  2. Τίτλος επαρχιακής εφημερίδας:
    «ΝΑΣ: καταγγέλει τα πολιτικά τερτίπια στην πλάτη των κατοίκων Χριστού Βαρβασίου»

Στα πρώτα δέκα δεύτερα τα "τηρτίπια". (από Hank, 30/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εισήχθη στη σύγχρονη νεοελληνική πιθανώς από τα ρεμπέτικα άσματα κατά τη δεκαετία του '30. Οι δύο μονοσύλλαβες λέξεις είναι άκλιτες, και χρησιμοποιούνται εν είδει των κτητικών αντωνυμιών «δικά μου-δικά σου» [λατ. mea «τα δικά μου», sea «τα δικά του»], περιγράφοντας βασικά ένα σύνολο αντικειμένων/πραγμάτων. Συχνά συνοδεύεται και από την έκφραση «σού 'πα, μού 'πες». Χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση και από τον Χάρρυ Κλυνν στη δεκαετία του '80.

  1. Απόσπασμα από blog στο διαδίκτυο:

«τωρα ομως εχει ε;τι σνδεση ειχες;pstn;παντως το κονεξ ειναι πολυ καλο.το εχει και η θεια μου και μαλιστα ολα τα σεα και τα μεα που χρειαζονται(aka μοντεμ,dsl γραμμη τα πηρε ΠΟΛΥ γρηγορα).ρωτα τι χρεωση θα σου εχει (π.χ. ογκοχρεωση ) και μη μασας.δεν ξερω αλλα ειμαι απο αυτους που δεν βριζουν τον ΟΤΕ...!!!»

  1. Ρεμπέτικο άσμα:
    Οι μάγκες τ'αποφάσισαν μες τη βουλή να μπούνε να κάνουνε κυβέρνηση μήπως κι εμείς τη βρούμε

Θα καθόμαστε Δευτέρα
Με κλειστά χαρτιά την Τρίτη
Την Τετάρτη ή την Πέμπτη θα 'ρχετ' ο μισθός στο σπίτι
Την Παρασκευή Σαββάτο στα μπουζούκια ξενύχτατο Και η Κυριακή δική μας σουχου μουχου στην καλή μας

Το Σύνταγμα θ' αλλάξουμε άρθρα, θα μπούνε νεα
Φόρους να μην πληρώνουμε στα σεα και τα μεα

Οι βουλευτές θα μάθουνε να παίζουν κομπολόι
Κι όταν μπουκάρουν στη βουλή μαστου και στούρια όλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Άκλιτο ουσιαστικό) Το λαχείο που κερδίζει στον λήγοντα.

Από το Γαλλικό ρήμα amortir που σημαίνει να ξεπληρώνεις μια αγορά με τα έσοδα που σου αποφέρει η ίδια η αγορά.

Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.

(από τραγούδι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.

Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.

Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.

Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).

Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified