Further tags

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πλαστικός κουβάς.

Κουβάλησα τρία σατίλια νερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταλλικός κουβάς παλαιού τύπου. Συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική ψάθινη σκούπα επίσης παλαιού τύπου. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν απαραίτητα εργαλεία καθαριότητας στην επαρχία έως και τη δεκαετία του 80. Μετά ήρθε η πρόοδος και μαζί της τα πλαστικά.

(Ο εν λόγω ιδιωματισμός απαντήθηκε στο νομό Φωκίδος προ αμνημονεύτων ετών)

«Μαρ' Βασούλααα, πάνε φέρε μ' του χαρανjί μαρήηη..»
«Το ποιο;;;»
«Του χαρανjί, κουφίζεις μαρή;»
«Τι σκατά είναι το χαρανί ρε γιαγιά;;;»
«ΑΥΤΟΥΝΟ!!!» (η γιαγιά δείχνει)
«Αααα... Τον κουβά λες ρε γιαγιά;»
«Ναι, του χαρανjί.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός του κουβά ο οποίος είναι κατασκευασμένος από μεγάλο δοχείο λαδιού (17kg νομίζω). Με την σωστή μετατροπή του μετάφεραν νερό.

  1. Έφαγα μια μπούγλα νερό στα μούτρα.

  2. Θα φας καμιά μπουγλιά! (=απειλή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αρχαίου ελληνικού σάρωθρον (σκούπα). Σάρωμα ονομαζόταν παλαιότερα η σκούπα, η γνωστή αχυρένια, η χειροκίνητη ντε, που βγάζανε ρόζους τα χέρια σου από το κοντάρι. Πάει σετ με το χαρανί.

- Βασούλαααα... Πού έβανες μαρή του σάρουμααα;
- Ρε γιαγιά! Μίλα ελληνικά γαμώ το κέρατο μου!
- Του σάρουμα μαρή, να σαρώσου τα ξηρά τα φύλλα απού κατ'!
- Α τη σκούπα λες. Κι εγώ που νόμιζα ότι μου έλεγες για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.

Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).

Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.

Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.

- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....

- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Παλιός (;) σχολικός όρος, για την χάρτινη χειροβομβίδα που περιείχε νερό, η ρίψη της οποίας σηματοδοτούσε το κλείσιμο των σχολείων και την έναρξη των μπουγέλων.

Η χειροβομβίδα αυτή ήταν χειροποίητη-αυτοσχέδια, κρύβονταν και φτιάχνονταν εύκολα, διπλώνοντας μαστόρικα το χαρτί του τετραδίου, περίπου όπως όταν φτιάχνεις καραβάκι ή σαΐτα και διατηρούσε το νερό με σχετική στεγανότητα, έως τη ρίψη.

Οι πιο θρασείς γέμιζαν σακκούλες σκουπιδιών (!) με νερό και τις πετούσαν από ύψος σε κεφάλι ανυποψίαστο, όμοια όπως στο φυλακόβιο «στήσιμο».

Οι πρώτοι στόχοι ήσαν (φυσικά) τα κορίτσια, στα οποία τα αγόρια εξέφραζαν μ’ αυτόν τον τρόπο την προτίμησή τους, (όπως και με άλλους βίαιους/αδέξιους τρόπους π.χ. τράβηγμα μαλλιών-φριτζάρισμα, τσικιτρόνι, σαλαμάκια-πενιές, γαργαλητό, σφίξιμο κλπ), τα οποία κακαρίζανε χαμογελώντας μουσκεμένα, ότι (δήθεν) «θα το πούνε στην κυρία»…

- Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
- Νερόμπομπες! Να ρίξουμε στη Μαίρη!

μπουγελόφατσες - the collection (από johnblack, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.

Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.

- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!

- κρύο το μπυρόνι; -γαμάει!! (από BuBis, 21/09/09)Κατίγκω, οι τσαφουμένες είναι χάμου-χάμου... (από BuBis, 21/09/09)

Βλέπε και ιδρωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified