Further tags

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.

(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)

Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).

Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.

Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.

Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).

Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.

(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)

  1. - Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
    - Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
    - Σωστός!!

  2. - Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
    - Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
    - Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
    - Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
    - Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίκυκλο, μικρού κυβισμού, περί τα 50 cc, κατά κανόνα δίχρονο, δεκαετίας τουλάχιστον.

Η ταχύτητά του είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαπεραστικού άμα και εκκωφαντικού θορύβου (εξ ου και η ηχομιμητική ονομασία του) απο την τρύπια, αφαιρεμένη η (σκόπιμα) χαλαροσφιγμένη εξάτμισή του.

Παρά το μικρό του μέγεθος, οι εκπομπές ρύπων του συναγωνίζονται στα ίσα λιγνιτικό θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ.

Για τον ιδιοκτήτη του, το συνεργείο συντήρησης και επισκευής δικύκλων αποτελεί terra incognita.

Για όσους έχουν προβλήματα ακοής, θα το ξεχωρίσουν οπτικά και αλάθητα από τις μαύρο-γαλαζωπές πυκνές τουλίπες καπνού (ελληνιστί ντουμάνι) που εκπέμπονται. Προσέτι, απο το «κάψιμο» στο λαιμό και την οσμή της άκαυστης βενζίνης μαζί με το ορυκτέλαιο ανάμιξης 2Τ.

Θα το συναντήσετε να κυκλοφορεί όχι μόνο σε πόλεις και χωριά ή στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και να παρελαύνει δίπλα από την Τροχαία.

Η νόμιμη και απρόσκοπτη κυκλοφορία του στην Ελλάδα αποτελεί άσκηση για το συνέδριο του Κιότο.

Να μη συγχέεται με το παπάρι.

- Καλά ρε Σωτήρη, εσύ κοτζάμ τροχονόμος, πού το βρήκες και τ' αγόρασες αυτό το μεταχειρισμένο παρπάρι;

βλ. και πραπρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίνι πορτάκι που ανοίγουμε σε μια κανονική πόρτα (ή στο τζάμι ενός παραθύρου, αρκεί να μην είναι διπλό) ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει από κει η γάτα μας.

Λέγεται φλαπ από τα αγγλικά (flap door), ονομασία που προκύπτει από τον ήχο που κάνει όταν ανοιγοκλείνει.

Υπάρχουν τα απλά, καθώς και αυτά που λειτουργούν με βάση το μικρο-τσιπ που ενδεχομένως φοράει η γάτα / ο γάτος μας, ώστε μόνο αυτή /-ός να μπορεί να μπει και όχι κανας ανεπιθύμητος επισκέπτης του είδους κι έχουμε καυγάδες γιατί μας τρώει το φαΐ μας ή μας ψεκάζει τον χώρο...

Επισήμως λέγεται «πορτάκι για γάτες» ή «πορτάκι γάτας». Κάνει και για μικρόσωμους σκύλους.

- Ρε μαλάκα, έχεις κήπο και είναι όλη την ώρα μέσα κλεισμένη η γάτα σου;
- Όχι ρε, έχω βάλει ένα φλαπ στην πόρτα και πηγαινοέρχεται ελεύθερα.

(από ironick, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο, ο σκυλοπνίχτης. Προέρχεται από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει το εγκάρσιο διαχωριστικό του σκαριού (φρακτή ή διάφραγμα).

- Ταξιδέψατε καλά από τα Κύθηρα;
- Άσε ρε! Μας βάλαν σε ένα μπουλμέ άλλο πράμα! Ξερνούσαμε σε όλο το ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακριτικά βαθμού όλων των υπαξιωματικών του στρατού (υποδεκανείς, δεκανείς, λοχίες κλπ.) για να υποδηλώσουν υποτιμητικά ότι κέρδισαν το βαθμό ρουφιανεύοντας και γλείφοντας ή ότι αυτό πρόκειται να κάνουν από εδώ και στο εξής.

- Εγώ είμαι υπαξιωματικός ρε! Έγινα δεκανέας στο 508.
- Σιγά το τσατσόσημο! Φαντάζομαι πώς το πήρες μπαζοδέκανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βούρτσα καθαρισμού της λεκάνης της τουαλέτας, γαλλιστί πιγκάλ.

- Ρε βρωμιάρη, πώς έκανες έτσι τη χέστρα;
- Ήθελα να καθαρίσω ρε, αλλά δεν είχε σκατοβουρτσάκι!

(από Khan, 23/01/14)πιγκαλόφυτον - ars(e) imitatio naturae (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φέρετρο.

Συνεκδοχικώς φυσικά -ξύλο το ένα, ξύλο και τ' άλλο.

Το έχω ακούσει σε συμφραζόμενα απειλής/τσαμπουκά:

- Θα σε στείλω σπίτι σου σε έπιπλο.

Ενδεχομένως να χρησιμοποιείται και από κηδειάδες και κατασκευαστές όταν αναφέρονται στη δουλειά τους.

- Μάθε αγορίνα μου να μη τσαμπουκαλεύεσαι για ψύλλου πήδημα όταν είσαι με τ' αμάξι στο δρόμο. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος είν' ο άλλος και τι έχει κάνει στη ζωή του, αν έχει κάνει δέκα χρόνια φυλακή ή αν είναι κανας μουρλάκιας που μόλις πήρε εξοδόχαρτο απ' το Δαφνί... Στο λέω σε περίπτωση που θες το βράδυ να γυρίσεις σπίτι στη γυναικούλα και τα παιδάκια σου όρθιος, κι όχι μέσα στο έπιπλο...

(από Vrastaman, 22/11/10)Ντελιβεράγγελος ψυχών--Στο δρόμο σου φτιάχνει κι ένα τελευταίο φραπεδάκι (της παρηγοριάς) (από GATZMAN, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελικόπτερο της αστυνομίας.

Η Υπηρεσία Εναερίων Μέσων Ελληνικής Αστυνομίας διαθέτει, λέει, πέντε *μπατσόπτερα *(τρία BO-105 και δύο EC-135, αν ενδιαφέρεστε), τα οποία παίζουν το ρόλο εναέριου ρουφ. Δεν έχουν επιθετική χρησιμότητα, δεν περιέχουν μυδράλια και snipers, δε ρίχνουν δακρυγόνα, δεν κατεβάζουν αλεξιπτωτιστές και κομάντα, α, και δεν είναι μαύρα. Απλώς κόβουν βόλτες από ψηλά, βλέπουν, φωτογραφίζουν και μαγνητοσκοπούν κυρίως τα εξής:

  • όρη, ρουμάνια και χωριά που έχουν πολύ πράσινο
  • τύπους που πήραν τα λεφτά και τρέχουν
  • πορείες, συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες, μπάχαλα
  • τα Εξάρχεια, το Πολυτεχνείο, την Πανεπιστημιούπολη.
  1. «Το μπατσόπτερο είναι πάνω από ζωγράφου και κάνει βόλτες χαμηλά....say hello to the birdy!»
    (από indymedia)

  2. Έστειλαν πάλι τα ΕΚΑΜ
    άλλη μια διμοιρία.
    Καημένε Αποκόρωνα,
    δε σου 'μεινε φυτεία!
    (Ελλειπτικό σχήμα. Το μπατσόπτερο εδώ είναι πάνω απ' τον Αποκόρωνα, χο χο χο, σε καλό μας, γελάσαμε πάλι.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ την ιταλική ρίζα sfogli-. Στα ιταλικά sfogliare σημαίνει αφαιρώ φύλλα, μαδώ πέταλα, ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά. Εξού κι η σφολιάτα.

Σημαίνει:

  1. τέχνασμα χαρτοκλέφτη (σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη),

  2. απάτη, «μου βγήκε μούφα/ φόλα/φέσι/σκάρτο»,

  3. για πρόσωπα: απατεώνας, λαμόγιο, κομπιναδόρος.

  4. Υποτιμητικά δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν αξίζει την προσοχή, τη μισή μερίδα, την ασχημούλα γκομενίτσα.

  5. για καταστάσεις, κυρίως στην έκφραση τρώω σφόλι σημαίνει: ταλαιπωρούμαι, χώνομαι τα μάλα, γειώνομαι απότομα, παθαίνω νίλα μεγάλο κάζο, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος, μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, έσπασα/μου 'πεσαν τα μούτρα μου, βρίσκω το μάστορά μου, την έφαγα σα πούστης.

  6. στις εκφράσεις: πετάω/ρίχνω ένα σφόλι/σφόλια, με πήρανε τα σφόλια, τον αρχίσανε στα σφόλια σημαίνει την προκλητική κουβέντα, το έμμεσο χοντρό πείραγμα, πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές, κουλαντρίζω, τσιγκλάω.

Εδώ όμως το πείραγμα έχει κοινό (συχνά «με λυμένο το ζωνάρι για καυγά») που δε στέκει θεατής αλλά (μπορεί και) νά ‘ναι συνένοχο και συνεργός, οπότε πέφτει σφολοχάλαζο / σφολοβρόχα, με σκοπό να «την ανοίξει» στο θύμα με το οποίο έχει προηγούμενα (αλλού στο σάη ο Hodjas το περιγράφει μια χαρά, αλλά το σφόλι έπρεπε χωρίς «» και χωρίς το «έμμεσο»).

Αν πάλι σε πάρουνε τα σφόλια, ο στόχος ήταν άλλος, αλλά εσύ «είχες τη μύγα και μυγιάστηκες» κι «άστραψε ο κώλος σου», οπότε πέφτει (επιπλέον) και το γέλιο της αρκούδας.

  1. Στα Γιάννενα η «μπουγάτσα» τυλίγεται σε φύλλο και όχι σε σφόλια (σφολιάτα). Προσφέρεται σε δύο παραλλαγές: τυρί και κρέμα.
    (απ’ το δίχτυ)

  2. …ρε συ πονηρόπουλε που πήρες και 2 κράνη και ζΗτω και ΟΥαΟ και μας άνοιξες τα μάτια και μας έδειξες ότι μας κλέβει ο βιφιρις άμα πάω εγώ και πάρω από το σάιτ που λες και φάω κάνα σφόλι και δε πάρω κράνος και και και και ΝΑ ΡΘΩ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ;;;;; (από μπλογκ)

  3. - Να δεις αδερφάκι μου τι σφόλια είναι όλη η γαμημένη φάρα τους: για ‘να μερεμέτι ούτε δυο μισάωρα, με φραπεδιές και έτσι, μου ‘ραψαν ένα κουστούμι, μου βγήκε ο κούκος αηδόνι.
    - Έε καλά. Το ‘παμε. Ποιος είν’ ο καλύτερος μεζές;
    - Ποιος;
    - Συκωτάκια μάστορα στη σούβλα.

5α. Πάντως ΕΛΔΥΚάς δεν είναι άσχημα. Τον πρώτο καιρό τρως ένα σφόλι, αλλά μετά δε διαφέρει και πολύ από μια μονάδα στην Ελλάδα. Αρκεί να μην είσαι γκαντέμης και σε στείλουν ΕΦ (προσαρμοσμένο απ’ το δίχτυ)

5β. Ο Ερνέστο αδικεί τον εαυτό του παίζοντας έτσι. Τον δικαιολογώ όμως. Το σφόλι που έφαγε από την Ανόρθωση τον έχει κάνει και παίζει συντηρητικά σε όλα τα δύσκολα ματς. Έχει καεί ο άνθρωπος από τότε και έχει το σύνδρομο του φόβου. (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified