Στην κωδικοποίηση των στρατιωτικών γευμάτων είναι το μεγάλο και προφ αφόρητα σκληρό κομμάτι παστίτσ(ι)ο.
- Πάλι τούβλο έχει, θα σπάσω κανά δόντι και θα πάρω αναβολή...
Στην κωδικοποίηση των στρατιωτικών γευμάτων είναι το μεγάλο και προφ αφόρητα σκληρό κομμάτι παστίτσ(ι)ο.
- Πάλι τούβλο έχει, θα σπάσω κανά δόντι και θα πάρω αναβολή...
Got a better definition? Add it!
Αγγλιά που σημαίνει πάτος, με λινκ ή χωρίς. Είναι το αντίθετο του τοπ, οπότε αντιστοίχως σημαίνει:
Τον γκέι που υφίσταται την πρωκτική διείσδυση, τον «παθητικό» γκέι. Στην ελληνική σλανγκ έχει περάσει και ως μποτομιέρα και μποτομιέρα του ελέους. Για να παραφράσω τον Πιλαλί: Την μποτομιέρα μην κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας.
Αυτόν /-ήν που έχει το «παθητικό» ρολάκι σε ένα σαδομαζοχιστικό παίγνιο.
Στο μπικίνι είναι το κάτω μέρος, που περιβάλλει την πατούρα.
Trivium: Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αγγλικός όρος topping from the bottom που σημαίνει ότι ο παθητικός ερωμένος ελέγχει την σεξουαλική δραστηριότητα πιο κυριαρχικά από αυτόν που επιτελεί την διείσδυση. Στα σαδομαζοχιστικά παίγνια είναι σχήμα οξύμωρο καθώς μιλάμε για κάποιον που είναι ταυτόχρονα μαζόχας, αλλά θέλει και να κυριαρχεί στο παιχνίδι.
Γράφω ότι είμαι Μπότομ/βερς, γιατί αν γράψω ότι είμαι μόνο Μπότομ, θα με κράξουνε ως παθητικιά τελειωμένη, και το χάσαμε το παιχνίδι. Βασικά είμαι Μπότομ, αλλά δεν έχω ανακαλύψει ότι απόλαυση μπορώ να πάρω και από τους δύο ρόλους!
(προβληματισμός κάπου στο Διαδίκτυο).
Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, δεν είναι μόνο η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου (και σίγουρα όχι μόνο με το άν έχει πούτσο ή μουνί ή τίποτα ή και τα δύο ανάμεσα στα πόδια, αν μοιάζει με άντρα ή γυναίκα ή ενδιάμεσο, αν εκφράζει αρρενωπότητα ή θηλυκότητα). Έχει να κάνει με συμπεριφορές όπως «τοπ και μπότομ» (που άλλοτε θεωρείτο ότι αρμόζουν μόνο σε άντρα και γυναίκα αντίστοιχα), bdsm πρακτικές, πολυσυντροφικότητα και πολυγαμικότητα (που παραδοσιακά θεωρούνται 'αποκκλίσεις' από τον υποτιθέμενο σωστό τρόπο να ζεις τη ζωή σου, δηλαδή τη μονογαμία). Όλα αυτά εξετάζονται κάτω από το queer βλέμμα, για να δεις αν είναι αλήθεια ή απλά κοινωνικές κατασκευές.
(εδώ)
Οταν ήμουν πιο νέα και πιο ωραία, πέταγα στη παραλία το τοπ και το μπότομ στο λαιμό! (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, baiocco (από τα ιταλικά) ήταν παλιό μπακιρένιο παπικό νόμισμα μικρής αξίας.
Σημαίνει:
τα «ψιλά» νομίσματα εξού «…τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο…» που αναφέρει ο Πέτρος Κυριακός στο Λεξικό του μάγκα, που ειρωνικά κατέληξε να σημαίνει
χρήμα, μεγάλο ποσόν χρημάτων, κομπόδεμα (εξού και μπαγιοκλής: ο παραλής), πακέτο από λεφτά, και (σήμερα) κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση / επιχορήγηση.
«Τα λεφτά της καβάντζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα» (κατά Ζάχο).
Όμως συχνότατα όποτε μιλάμε για μπαγιόκο υπονοείται μια συνδιαλλαγή παράνομη με διεφθαρμένο, ή (και) διαπλεκόμενο υπάλληλο / μεσάζοντα οπότε είναι:
το χρήμα για το λάδωμα / το γράσο / τα «μετρητούλια», το αντίτιμο μιας παράνομης μεσιτείας / μεσολάβησης. Εξού και το: «δε θέλει κόπο, θέλει μπαγιόκο». Μιλάμε δηλαδή για μαύρα / μαύρο χρήμα.
Το μπαγιόκο αυτό καθ' αυτό, παλιότερα, δεν ήταν υποχρεωτικά σε χρήμα: στο «Είσαι φάντης» του Ασίκη προφανέστατα εννοείται (ή θα μπορούσε να είναι): η προίκα (βλ. πχ ).
Κι η άχρηστη σχετική πληροφορία της ημέρας: ο Ντάβιντε Μπαγιόκο είναι Ιταλός ποδοσφαιριστής (μέσος) που (τώρα) ανήκει στην Μπρέσια.
2α. Όλα γίνονται για το μπαγιόκο. (από το δίχτυ)
2β. «…Ο ΟΑΕΕ δεν έχει μπαγιόκο να πληρώσει τις συντάξεις και τα δώρα του Απριλίου,…» (από μπλογκ)
2γ. «…Οι τράπεζες, που ενθυλάκωσαν το μπαγιόκο της στήριξής τους, ούτε άνοιξαν τους κρουνούς της χρηματοδότησης ούτε σκέφτονται να προχωρήσουν σε κάποιο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης…» (από το δίχτυ)
4α. «…Αν δεν έχει λαλά και μπαγιόκο απ' τα δημοτικά έργα, γιατί να κατέβει ο άλλος να διεκδικήσει τον δήμο; Για να παίρνει (ούτε) τρία χιλιάρικα τον μήνα και να τον βρίζουν όλοι,…» (από άρθρο εφημερίδας)
4β. «…Δεν έχω πρόβλημα να πληρώνω φόρους, άλλωστε σε έλεγχο του ΣΔΟΕ, με αποκάλεσαν μακάκα γιατί δεν κρύβω τίποτα. (τους χάλασα το γλυκό, δεν είχε μπαγιόκο για να διαπραγματευτούμε..)» (αγορασμένο)
Ε ρε, κι εγώ που διάλεξα εσένα το μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη!
Στο σορολόπ μου το ΄ριξες, βρε ψευτοπονηράκια
και σ΄ έχω κάνει τσακωτό με κάτι κοριτσάκια.
Μου κάνεις το κορόιδο κι όλο μου λες, “τί τρέχει;”
και να σε φτύσω αλλού κοιτάς, σου φαίνεται πως βρέχει.
Ίσα, ρε φάντη!
Και πως με εκατήντησες, κοπέλα σα νταρντάνα
και το μπαγιόκο μού ΄φαγες, βρε ψευτοαρπαγάνα.
Μα ΄γω κρατάω πισινή και δε θα σου περάσει
και ξαφνικά θα το ιδείς η μπόμπα που θα σκάσει.
Γειά σου, βρε Ρίτα, μάγκισσα!/ Γειά σου, Σαλονικιέ μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι αποκαλείται σήμερα όχι μόνο το πραγματικό σώβρακο μιας πραγματικής γιαγιάς (λευκό, φαρδύ, βαμβακερό, βλ. μήδι 1, 2), αλλά αυτό το σούπερ αναπαυτικό εσώρουχο που δεν είναι κουραδοκόφτης, που δεν σου μπαίνει στον κώλο σε κάθε βήμα, που εξυπηρετεί τα μάλα τις μέρες τις περιόδου (πιάνει και καλύτερα η σερβιέτα γιατί είναι φαρδύ στο κάτω μέρος), αλλά που δεν το φοράς καλά-καλά ούτε τότε, ακόμα κι αν (ή μάλλον ίσα-ίσα όταν) είσαι ξεμειναμένη και δεν σε βλέπει γκόμενου μάτι, τόσο πολύ έχεις πειστεί ότι είναι ντεκαβλέ και αντισέξ και αντικούκου και ότι θυμίζει τις βράκες που φορούσε η γιαγιά σου ή και η μάνα σου ακόμα, ή και εσύ, όταν ήσουν μικρή και αθώα ύπαρξιςςςς... Υπάρχουν όμως ορισμένοι σερνικοί που φετιχίζονται με δαύτα -επίσης κάθε αρσενικός στη σεξουαλική του καριέρα μπορεί να περάσει φάση με τις βράκες, οπότε ιτς οκέικ.
Εκτός όμως από τα περιοδόβρακα (μήδι 3), ευτυχώς η μόδα έχει και την πρακτική της συναίσθηση και επανέφερε τα σώβρακα της γιαγιάς σε μονδέρνα βερσιόν που τα πάει πιο προς το λολιτέ, άρα τα καθιστά διπλά σέξι, δεν διαγράφονται μέσα από το παντελόνι, ΔΕΝ έχουν λάστιχα που πιέζουν και κάνουν πλαφ τα πλαϊνά μας, ομορφαίνουν τις άσχημες και κάνουν ακόμα πιο ωραίες τις ωραίες, είναι πολύχρωμα, ριγέ, λουλουδάτα, με πουά, με ό,τι και, μάλιστα, εννοείται ότι δεν λέγονται «της γιαγιάς», λέγονται «με ανδρικό κόψιμο», βλ. μήδι 4.
Δεν πειράζουν τα ακριβά εσώρουχα, αυτό που πειράζει είναι να φοράς τα εσώρουχα «της γιαγιάς σου».
από δω
Σλιπ «πανοπλία»
Γνωστό και ως «βράκα της γιαγιάς» είναι πλέον ο,τι πιο ξεπερασμένο και παλιομοδίτικο κυκλοφορεί σε γυναικείο εσώρουχο. Αν τύχει να φορέσετε ένα τέτοιο δύο είναι τα τινά: ή ότι σήμερα είχατε μπουγάδα και δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν τα υπόλοιπα ή ότι απλά χαίρεστε την ασφάλεια και την σιγουριά που σας προσφέρει ένα τέτοιο εσώρουχο. Νιώθετε δηλαδή ασφαλείς και άνετες στην ζωή σας. Είστε αρκετά διστακτικές και αν –μία στο τόσο – τύχει να ξεπεράσετε τα όρια και να κάνετε κάτι extreme, τότε συνειδητοποιείτε πόσο μεγάλο λάθος (;) κάνατε και επανέρχεστε στην κανονική – και μονότονη – ζωή σας. Μην μας παρεξηγήσετε, αλλά αυτού του είδους τα εσώρουχα είναι εκτός εποχής. Τέλος.
από κει
- Αχχχχχχχ μωρό μου, έλα, έλα δω τώρα, έλα να δεις τι θα σου κάνω, έλα...
- Όχι τώρα κουστούνο μου, όχι... περίμενε λίγο να κάνω ένα ντουσάκι, να βάλω και το δώρο που μου έκανες...
- ... γάμησέ το το δώρο τώρα, αχχχχ...σε σκίζω και με το βρακί της γιαγιάς, έλα τώρα που σου λέω, αχχχχχχ
Got a better definition? Add it!
Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).
Σημαίνει:
Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.
Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.
Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία:
α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος:
Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή
ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».
Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.
Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.
6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα.
«…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης.
«Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».
6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.
7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.
7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.
Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.
Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.
«… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)
«Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)
3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)
6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...
7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε;
- «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.
Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)
Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου
Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου
Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάθισμα, πολυθρόνα, κυλινδρικού γεωμετρικού σχήματος, με μπράτσα, κατά κανόνα βαρύ.
Προέλευση της ονομασίας ονομασίας: άγνωστη.
- Τι ωραία αυτή η βαρβάρα, από που την πήρες;
- Από το ΙΚΕΑ.
Got a better definition? Add it!
Ο σταλός ή και το σταλό, είναι το χρηματικό αντίτιμο στα τσιγγάνικα.
Συνώνυμα: μπαγιόκο, μπακίρι, μουρμούρια, μπακοτσέτουλα, αργύρης, όβολα, τάλαρα, παράδες.
-Να πέφτει το σταλό.
Got a better definition? Add it!
Είναι ένα πολύχρωμο κατασκεύασμα φτιαγμένο από nylon, που έχει δυο βασικές χρήσεις / ιδιότητες:
1) την μεταφορά πολλών παιχνιδιών / ρούχων / σχολικών / κ.τ.λ. και 2) τον ακριβή υπολογισμό των ημερών έως τα Χριστούγεννα.
- Ρε φίλε, όλη μέρα χτες με έτρεχε η δικιά μου στα καταστήματα...
- Αγόρασε πολλά;
- Πολλά; Τρεις JUMBOσακούλες γεμίσαμε! Μου έπεσε ο ώμος να τα κουβαλήσω σπίτι!
- 28 μέρες ως τα Χριστούγεννα!!
- Έβαλες τη JUMBOσακούλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γνωστό βουρτσάκι μαζί με τη θηκούλα του που το βρίσκουμε πάντα στο πίσω μέρος της λεκάνης στις τουαλέτες.
Χρησιμοποιείται για να καθαρίσουμε το εσωτερικό της λεκάνης από τα υπολείμματα της κοπριάς, αφού προηγουμένως έχουμε τραβήξει το καζανάκι.
Η χρήση της θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η λεκάνη έχει στουμπώσει από το πολύ σκατό.
Σημειώνουμε ότι μετά τη χρήση της σκατοσπρώχτρας επιβάλλεται να τραβήξουμε το καζανάκι, αφού το νερό μέσα στη λεκάνη έχει πάρει το γνωστό αηδιαστικό χρώμα.
- Ποιος έχεσε;
- Εγώ ρε!
- Και δεν μπορείς να καθαρίσεις τη λεκάνη με τη σκατοσπρώχτρα; Έμειναν ξύσματα από την κοπριά σου.
Σε τυπικά συμφραζόμενα: πιγκάλ, βουρτσάκι τουαλέτας
Got a better definition? Add it!