(θηλυκό: καταπιόλα) Αυτός / -ή που καταπίνει σπέρμα.
- Γλείφ' τα από χάμου, (μωρή) καταπιόλα.
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.
Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!
Βλ. και μέγκλα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στον online γραπτό λόγο και σημαίνει Gia To Boutso, ή Για Το Μπούτσο. Χαρακτηρίζει άτομο ή αντικείμενο μικρής έως μηδενικής αξίας (όχι μόνο χρηματικής), υποδεέστερο άλλου.
- katebasa na paikso to doom 3
- pfff gtb
Got a better definition? Add it!
Η πρέζα, ηρωίνη. Προκύπτει μάλλον από το:
πρέ-ζα -> ζα -> ζα-μπόν
Έφερε καλό ζαμπόν και γίναμε καλά...
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται ειρωνικά στα μεγάλα γυαλιά, με χοντρούς φακούς (πατομπούκαλα, γυαλαμπούκες κτλ).
- Δε βλέπω τι λέει...
- Ε βάλε τα κυάλια σου...
Got a better definition? Add it!
Το ρευστό χρήμα, από το αγγλικό cash.
-Κάτσε να πάω στο ΑΤΜ γιατί ξέμεινα από κασέρι...
Got a better definition? Add it!
Ο αναπτήρας, αλλά στα πολύ αλανιάρικα. Αλλιώς και φόκο.
Πιάσε το τσακμάκι να ανάψω!
Got a better definition? Add it!
Η ηλεκτρονική μουσική με πολύ έντονο beat. Αναφέρεται συνήθως στη μουσική trance.
Κλείσ' τα πια αυτά τα πριόνια, με έπιασε πονοκέφαλος.
Got a better definition? Add it!
Τα ηλεκτρονικά και/ή τυχερά παίγνια. Ο όρος προκύπτει από τον μπλικι-μπλίκι θόρυβο που επικρατεί σε τέτοια μαγαζιά (μπλιμπλικάδικα).
-Που είναι ο Τάκης;
-Που να 'ναι ο τελειωμένος; Στα μπλιμπλίκια τραβιέται όλη μέρα... εκεί θα 'ναι και τώρα...
Got a better definition? Add it!